Τετάρτη 30 Μαΐου 2007

Η πολιτική ως τελετουργία

Το να αντιλαμβάνεται ένα πολιτικό κόμμα την «ανανέωσή» του με όρους μουσικούς, αντικαθιστώντας τα μεσαιωνικά Carmina Burana με το εφετζίδικο soundtrack της ταινίας «300» ή τους εγχώριους «ποιοτικούς» συνθέτες Σπανουδάκη και Παπαθανασίου με τους άσημους λονδρέζους Andy Blithe και Martin Justra είναι δικαίωμα του, πολλώ δε μάλλον αν πιστεύει ότι αυτή του η «ανανέωση» θα συμβάλλει στην εξασφάλιση της εκλογικής πλειοψηφίας. Έτσι κι αλλιώς είναι παλιά, και γνωστή σε όλους πια, η θεωρία της «πολιτικής ως θεάματος». Οι πολιτικές συγκεντρώσεις σκηνοθετούνται με όρους τηλεοπτικούς, οι δημόσιες εμφανίσεις των κομματικών αρχηγών αξιολογούνται με κριτήριο το «ποιός έκλεψε τις εντυπώσεις» ή το «ποιός κέρδισε στα σημεία» και η πολιτική ανάλυση συνίσταται στην καταμέτρηση των τικ, των σαρδάμ και στην εξαγωγή συμπερασμάτων συναισθηματικής φύσης για την ψυχολογική κατάσταση των υποψηφίων.

Βέβαια, όλη αυτή η κατάσταση που, όπως υποστηρίζουν αρκετοί πολιτικοί επιστημόνες και θεωρητικοί της δημοσιογραφίας, έχει ως συνέπεια την «υποβάθμιση του πολιτικού λόγου», δεν είναι ανησυχητική. Στην πραγματικότητα ο «πολιτικός λόγος» δεν υπήρξε ποτέ «αναβαθμισμένος». Η πολιτική ως τελετουργία προϋπήρχε της πολιτικής ως άρθρωσης και η θέσμιση της εξουσίας γινόταν πρωτίστως συμβολικά ήδη πολύ πριν την άφιξη της τηλεόρασης στις εξορθολογισμένες δυτικές κοινωνίες. Τόσο στη γαλλική ρεπουμπλίκ, όσο και στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία ή στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού η πολιτική κυριαρχία στηρίχτηκε πρωτίστως στο ρόλο των τελετουργιών και των επετείων: Μαζικές συγκεντρώσεις, στρατός, εμβατήρια, παρελάσεις μέχρι και άουτο-ντα-φε βιβλίων. Λίγο πολύ το ίδιο και στην Ελλάδα. Από τα τέλη δε της δεκαετίας του ‘70 και καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 η πολιτική γινόταν από τα «μπαλκόνια», με αποτέλεσμα να είναι μεν πολύ πιο άμεση αλλά εξίσου τελετουργική.
Η άσκηση της πολιτικής ως θέαμα δεν είναι λοιπόν κάτι καινούριο και σίγουρα δεν ευθύνεται για την υποβάθμιση του πολιτικού λόγου. Πολιτικός λόγος υπάρχει και σήμερα, όπως υπήρχε το 1920, το ‘40, το ‘70 και το ’80 και όπως προφανώς, θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από σήμερα. Η διαφορά της σημερινής κοινωνικής συνθήκης με αυτή των αρχών του αιώνα ή με αυτήν της δεκαετίας του 70, που θεωρείται ιδαιτέρως «πολιτική», είναι ότι τότε ο ανταγωνισμός των πολιτικών κομμάτων για την εξουσία συνοδευόταν από την πρόταση δύο ή περισσότερων αντίθετων πολιτικών δυνατοτήτων, καθεμία από τις οποίες συνεπαγόταν διαφορετικά κοινωνικά ή οικονομικά διακυβεύματα: Βενιζελισμός ή αντιβενιζελισμός, πόλεμος ή ειρήνη, δεξιά ή αριστερά, κομμουνισμός ή φιλελευθερισμός, δικτατορία ή δημοκρατία κτλ. Σήμερα διλήμματα αντίστοιχης έντασης εκλείπουν, οπότε και ο πολιτικός λόγος ενσωματώνει τις αντιθέσεις και ομογενοποιείται.
Αυτό λοιπόν που θα έπρεπε να προβληματίσει εκείνους που ενδιαφέρονται για το σύγχρονο πολιτικό λόγο των ελληνικών κομμάτων δεν είναι το ότι τα πολιτικά κόμματα ασχολούνται με τη μουσική επένδυση των τελετουργιών τους – γιατί και πρόγραμμα πολιτικό έχουν και το αφισοκολλούν, και το διανέμουν, και το απαγγέλλουν και το βγάζουν στο ίντερνετ – αλλά το γιατί τα ΜΜΕ της χώρας μας και κυρίως ο τύπος που υποτίθεται ότι δίνει προτεραιότητα στο γραπτό λόγο και λειτουργεί ως αντίβαρο στην κουλτούρα της τηλεόρασης δε δημοσιεύει αυτό τον προγραμματικό, πολιτικό λόγο των κομμάτων.

Θα δώσω ένα τυχαίο παράδειγμα: Στο άρθρο της Αθηνάς Γκόρου στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, το οποίο διατείνεται ότι είναι μάλιστα «ρεπορτάζ», παρουσιάζεται ανταπόκριση από το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Παραπέμπω αυτολεξί: « Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ βγήκε χαμογελαστός, ανέβηκε τα λευκά σκαλοπάτια και ξεκίνησε την ομιλία του». Κάπου εδώ ο αναγνώστης περιμένει να ακούσει τις θέσεις της ομιλίας και η δημοσιογράφος συνεχίζει: « Η κάμερα πηγαινοερχόταν «σαρώνοντας» το γεμάτο στάδιο πριν επιστρέψει στο Γιώργο Παπανδρέου, δείχνοντας τον πότε ανφάς, με τους νεολαίους πίσω του, πότε προφίλ, με την ελληνική σημαία στο φόντο. ‘Οσο για τους συνέδρους, η επιλογή ήταν να φανεί στιβαρή η τηλεοπτική εικόντα τους, γι’αυτό τα φώτα δεν ακολουθούσαν τις κινήσεις τους, είτε αυτοί σηκώνονταν είτε χειροκροτούσαν.»
Ταυτόχρονα, το αντίστοιχο ρεπορτάζ στο Κυριακάτικο Βήμα της Δήμητρας Κρουστάλλη, δηλώνει ήδη υπό μορφή υπερτίτλου ή προμετωπίδας το περιεχόμενο του ρεπορτάζ της: «Όλο το παρασκήνιο για το πως στήθηκε το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Τι λένε οι επιτελείς και ποιες αλλαγές υιοθετήθηκαν ώστε να «γράψει» τηλεοπτικά. Οι καινοτομίες, τα ρίσκα, η ανατροπή του ηχητικού και του εικαστικού σκηνικού, ο ρόλος της Νεολάιας και οι μελλοντικοί σχεδιασμοί». Φυσικά ούτε λόγος για το αντικείμενο του συνεδρίου καθεαυτό, δηλαδή το πρόγραμμα του κόμματος. Αντίθετα αφιερώνεται μία ολόκληρη παράγραφος στην επιλογή της αλλαγής του μουσικού θέματος από τα «Κάρμινα Μπουράνα» στο κομμάτι «Επιστροφή του βασιλιά» από την ταινία «300», το οποίο, σημειώνει η δημοσιογράφος «μοιάζει με τις συμβολικές μελωδίες που συνόδευσαν ιστορικές στιγμές του Κινήματος και έτσι θεωρήθηκε ότι συνδέει το παρελθόν με το παρόν, ενώ παράλληλα είναι πιο δυνατό και πιο ωραίο»!

Τρίτη 15 Μαΐου 2007

Η γενιά της ΔΑΠ

Οι φοιτητικές εκλογές σήμερα δεν διαφέρουν τελικά και πολύ από τις βουλευτικές ή τις νομαρχιακές εκλογές. Κάποιοι κερδίζουν, κάποιοι χάνουν, κάποιοι κινητοποιούνται και κάποιοι ψηφίζουν. Και συνήθως όλοι είναι λίγο-πολύ ευχαριστημένοι: άλλοι γιατί ανέβασαν το ποσοστό τους σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, άλλοι γιατί κατάφεραν να μην το ρίξουν, και άλλοι γιατί έπεσε το ποσοστό των αντιπάλων τους. Ωστόσο, παρά τις ιδεολογικές διαφορές, όλες οι σημερινές φοιτητικές παρατάξεις έχουν κάτι κοινό: κυοφορήθηκαν μέσα σε ένα υπόγειο φοιτητικό κίνημα τα τελευταία χρόνια της Χούντας και γεννήθηκαν την επαύριο του Πολυτεχνείου με κύρια αιτήματα τη διεξαγωγή γνήσιων φοιτητικών εκλογών, τη συγκρότηση δημοκρατικών φοιτητικών συλλόγων, την ελευθερία του λόγου και της ψήφου και φυσικά, την κατάργηση του χαφιεδισμού, του φακελώματος και της αυταρχικής βίας που είχαν ενσκήψει στο πανεπιστήμιο με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας.
Τριαντατρία χρόνια μετράει σήμερα το φοιτητικό κίνημα και από αυτά, τα τελευταία είκοσι η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ αναδεικνύεται σταθερά πρώτη δύναμη στις φοιτητικές εκλογές σε πανελλαδική κλίμακα, έχοντας αγγίξει ορισμένες χρονιές και ποσοστά της τάξης του 47%. Δε μένει λοιπόν, παρά να συμπεράνουμε ότι η (σχετική) πλειοψηφία των φοιτητών που κάθε χρόνο της δείχνει απλόχερα την εμπιστοσύνη της, αναγνωρίζει στις ιδέες και στα πρόσωπα των αρχηγών της τους όρους μιας ιδεολογικής συγγένειας και τους τρόπους μιας αποτελεσματικής εκπροσώπισης. Πράγματι, η ΔΑΠ μπορεί να καυχιέται ότι έχει καταλάβει τα προβλήματα του σύγχρονου Έλληνα φοιτητή και ότι βρίσκεται πάντα δίπλα του ικανοποιώντας όλες τις ανάγκες του: διοργανώνει τα καλύτερα φοιτητικά πάρτυ στα καλύτερα club και στα καλύτερα μπουζουκσίδικα, καθώς επίσης και τις καλύτερες εκδρομές σε μοδάτους νησιώτικους προορισμούς. Μοιράζει τις καλύτερες σημειώσεις πριν από τα μαθήματα και υποδεικνύει με ακρίβεια τα θέματα sos που βάζει κάθε καθηγητής στην εξεταστική, απαλλάσσοντας έτσι τους φοιτητές από τον κόπο να περνάνε το χρόνο τους στα αμφιθέατρα. Αποφεύγει συστηματικά τις «βαθυστόχαστες» πολιτικές συζητήσεις με τις άγνωστες για το μέσο Έλληνα φοιτητή φιλοσοφικές και ιστορικές αναφορές. Και τέλος, αποφεύγοντας κάθε είδους ελιτίστικη συμπεριφορά είναι ανοιχτή σε όλους ανεξαιρέτως. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε ακόμα να χαρακτηριστεί και πιο δημοκρατική σε σχέση με τις διάφορες αριστερές παρατάξεις που πριν δεχτούν να βάλουν στους κόλπους τους ένα φοιτητή τον περνάνε από ιερά εξέταση για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τη γνώμη του για την εξουσία, το αντιδεξιό του παρελθόν και το ποιόν των γονιών του. Γιατί λοιπόν να καταφύγει ο πρωτοετής φοιτητής σε κάποια αριστερή οργάνωση, που συν τοις άλλοις είναι και πολλές –πού να ξέρει ποιά είναι η σωστή για να διαλέξει – και να μην απευθυνθεί κατευθείαν στη φιλικότατη ΔΑΠ που δε θα τον κουράσει καθόλου γιατί θα πάει από μόνη της να τον βρει και να τον καθοδηγήσει – και που σημειωτέον είναι και μία, δεν μπερδέυεται – και η οποία φυσικά του εξασφαλίζει να περάσει και κανά μάθημα με τις σημειώσεις και τα sos που μοιράζει;
‘Ετσι την πάτησε όμως φέτος η κακομοίρα η ΔΑΠ εν μέσω προεκλογικής περιόδου. Απ’τις σημειώσεις ή από κάτι παρόμοιο τελος πάντων, που μοίρασε στους φοιτητές υπό μορφή CD. Άνοιξε ο φοιτητής το CD στο σπίτι του, και αντί να δει όπως ο τυφλός το φως του, είδε το ονοματεπώνυμο του, τον αριθμό του φοιτητικού μητρώου του, στοιχεία της καταγωγής του και της πολιτικής προτίμησής του καθώς και άλλα διακριτά γνωρίσματα της προσωπικότητας του ή της προσωπικής του ζωής, όπως π.χ. τα ονοματεπώνυμα των κολλητών του και των πρώην και νυν ερωτικών επαφών του. Ντόρος λοιπόν για το φακέλωμα και το χαφιεδισμό της ΔΑΠ και καταγγελίες για παραβίαση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων!
Ποιό φακέλωμα,όμως, και ποιό χαφιεδισμό; Μήπως και οι «καλοί», οι της αριστεράς, οι πολιτικοποιημένοι, τα ίδια δεν κάνουν πριν τις εκλογές; Δε μετρούν σιωπηρά ποιός μπορεί να τους ψηφίσει μπας και ανέβει λίγο το ποσοστό; Βέβαια η αριστερά μετράει τους ψήφους από μέσα της, δεν τους λέει δυνατά, ούτε τους καταγράφει για να τους αποθηκεύσει σε CD. Η ΔΑΠ όμως που έχει τόσους πολλούς ψηφοφόρους που είναι αδύνατο να τους θυμάται απ’έξω – πόσο μάλλον να τους καταμετράει– και που ενδιαφέρεται να προσυλητίσει και όσους τις ξέφυγαν, ανεξαρτήτως ράτσας, χρώματος δέρματος ή βαφής μαλλιών, πρέπει να χρησιμοποιεί πιο επιστημονικές μεθόδους για να μη χάνει το μπούσουλα. Εξάλλου, μεγάλη παράταξη, μεγάλη ευθύνη. Είναι δυνατόν να έρχεται η Παναγιώτα στο τραπεζάκι το πρωί και εσύ να μην ξέρεις ότι τα έχει με το Γιάννη –που είναι σημειωτέον και ΠΑΣΠίτης και σπουδάζει Ιατρική– να τη ρωτήσεις βρε αδερφέ, τι κάνει το αγόρι της, να δείξεις ένα ανθρώπινο ενδιαφέρον!
Ενώ το Βήμα της Κυριακής δημοσίευε τα «άπλυτα» της ΔΑΠ του Οικονομικού Πατρών, η ΕΡΤ είχε την ίδια μέρα σαν πρώτη είδηση τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τους εκπροσώπους της ΔΑΠ. Παραπέμπω αυτολεξί το ρεπορτάζ: «Σήμερα το πρωί συναντήθηκε ο πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής με μέλη της ΔΑΠ στο αναψυκτήριο της Αγίας Τριάδας στο Βύρωνα, προκειμένου να τους συγχαρεί για τις φοιτητικές εκλογές και να συζητήσει μαζί τους. «Αυτά τα παιδιά καθημερινά δίνουν αγώνα, δίνουν την ψυχή τους για πιο ποιοτικά πανεπιστήμια, για πτυχία με αντίκρυσμα, για μια καλύτερη παιδεία. Τους αξίζουν συγχαρητήρια» είπε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός.»
Και γιατί να μην τα συγχαρεί τα παιδιά; Αφού φροντίζουν να κρατούν το μέσο Έλληνα φοιτητή ακριβώς εκεί που είναι. Στο μέσο. Να τον πηγαίνουν στη Μύκονο και στα μπουζούκια, να τον αφήνουν χωρίς τύψεις να κάνει μία ξένοιαστη φοιτητική ζωή, χωρίς διάβασμα και χωρίς παρακολουθήσεις, να τον κάνουν να ξεχνά ότι μπήκε σε ένα κακό πανεπιστήμιο όπου αρκεί να διαβάσει κανείς τα sos για να περάσει το μάθημα, ξορκίζοντας τα χρόνια της πίεσης που πέρασε σε ένα ακόμα πιο κακό σχολείο. Κι εγώ, αν ήμουν ο Καραμάνλής, θα τους συνέχαιρα.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2007

Χωρίς φόβο και με πολύ πάθος

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω σε πολλά άρθρα ελληνικών – κεντρώων και αριστερόστροφων– εφημερίδων ότι οι Γάλλοι είναι φοβισμένοι. Γι’αυτό ψήφισαν, λέει, «δεξιά», «πιο δεξιά από ποτέ». Από φόβο, επειδή φοβούνται. Φοβούνται τον Πολωνό υδραυλικό που θα τους πάρει τη δουλειά, τους «αλήτες» που θα τους κάψουν τα αυτοκίνητα στα προάστια, τον μαύρο που θα τους πάρει τη θέση δίπλα τους στο μετρό. Όχι, δεν ψήφισαν αυτόν που πραγματικά ήθελαν, αλλά λειτούργησαν υπό το καθεστώς έντονης ψυχολογικής πίεσης, όπως εξάλλου και το 2002, που ψήφισαν το Σιράκ, από φόβο μη βγει ο Λεπέν. Έτσι και τώρα. Από φόβο μη χάσουν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους, ψήφισαν με βαριά καρδιά έναν πρόεδρο δεξιό, που μπορεί να είναι κακός (ακριβώς επειδή είναι δεξιός), αλλά που υποσχέθηκε ότι θα διώξει μακριά τους κακούς ξένους (οι οποίοι με τη σειρά τους είναι κακοί ακριβώς επειδή είναι ξένοι). Αν δεν υπήρχε αυτή η ανωτέρα βία θα ψήφιζαν Σεγκολέν. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Εξάλλου οι Γάλλοι είναι αγωνιστές και επαναστάτες, πρωτοπόροι και κινηματίες. Και πάνω από όλα, αριστεροί.

Πράγματι, οι Γάλλοι ψήφισαν όχι στο Ευρωσύνταγμα και διαδήλωσαν κατά του CPE και βγαίνουν και κάθε λίγο στο δρόμο και απεργούν για το δίκιο τους. Αλλά όταν οι Γάλλοι ψηφίζουν, ψηφίζουν πάντα δεξιά. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, σε αυτή την ανάλυση των γαλλικών αποτελεσμάτων από τις ελληνικές εφημερίδες δεν είναι το ότι αρνούνται να δουν ότι οι Γάλλοι ψηφίζουν συστηματικά δεξιούς προέδρους και σχηματίζουν δεξιές κυβερνήσεις, αλλά το ότι για πρώτη φορά μετά από τις (ελληνικές) εκλογές του 2004, οι ίδιες εφημερίδες ανασύρουν το διαχωρισμό αριστεράς – δεξιάς, όχι για να τον αμφισβητήσουν ως κατάλοιπο παρωχημένο και προ πολλού ξεπερασμένο, αλλά για να τον χρησιμοποιήσουν ως ζωντανή αναλυτική κατηγορία στην περιγραφή της εκλογικής συμπεριφοράς. ‘Ετσι, μετά από μία τριετή περίοδο αποχής από το πάλαι ποτέ πρσοφιλές χόμπυ του να κατονομάζουμε δημόσια τη «δεξιά» σε αντιδιαστολή προς μία θετικά φορτισμένη «αριστερά», οι «αριστερές» ελληνικές εφημερίδες εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για την εκλογή Σαρκοζύ στη βάση, όχι του πολιτικού του προγράμματος, αλλά του δεξιού του χαρακτήρα.
Πως γίνεται αλήθεια να θρηνούμε που οι Γάλλοι απέκτησαν δεξιό πρόεδρο ξεχνώντας ότι κι εμείς δεξιά κυβέρνηση έχουμε; Αλλά ξέχασα. Σε μας η διαιρετική τομή αριστεράς-δεξιάς είναι ξεπερασμένη. Ποιά διαφορά υπάρχει άλλωστε ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ; «Και τα δυό το ίδιο είναι». Σκάνδαλα με το ένα, σκάνδαλα και με το άλλο. Η δεξιά του Καραμανλή δεν είναι κανονική δεξιά. Είναι μεταλλαγμένη. Απεναντίας, η γαλλική δεξιά είναι αυθεντική. Και η γαλλική κοινωνία είναι αυθεντικά ταξική και πολωμένη. Και συντηρεί μία από τις παλαιότερες καπιταλιστικές φιλελεύθερες οικονομίες και μία από τις παλαιότερες, αυθεντικότερες και πολυπληθέστερες αστικές και μεγαλοαστικές τάξεις της Ευρώπης. Οπότε έχει κάθε λόγο να ψηφίζει και μάλιστα με πάθος, ένα δεξιό πρόεδρο και να σχηματίζει δεξιά κυβέρνηση. Εμείς από την άλλη που δεν έχουμε ούτε παραδοσιακή αστική τάξη ούτε ανεπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία γιατί ψηφίζουμε δεξιά;
Θέλει δουλειά πολύ για να γίνει Fouquet’s ο Μπαϊρακτάρης.

Θα επανέλθω.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2007

Τα ΜΜΕ μας είναι γκέυ;

Ένα ενδιαφέρον και μάλλον απολαυστικό στοιχείο της σύγχρονης ελληνικής δημοσιογραφίας είναι η συνήθεια να «μιλάει για τον εαυτό της». Αρχικά την πρακτική αυτή υιοθετήσε η τηλεόραση εισάγοντας στις πρωινές ενημερωτικές της εκπομπές την ανάγνωση των τίτλων των εφημερίδων, ακολουθούμενη από ένα σύντομο σχολιασμό απ'τους δημοσιογράφους του πάνελ. Έτσι, πέρα από την πρωτογενή ενημέρωση που σκόπευε (ή όχι) να προσφέρει στους τηλεθεατές μέσω της παρουσίασης και του σχολιασμού τηλεοπτικών ρεπορτάζ από τηλεοπτικούς δημοσιογράφους, πρότεινε και μία δευτερογενή ενημέρωση αναφορικά με το τι αποτελούσε είδηση εκείνη τη στιγμή στα άλλα μέσα εημέρωσης. Το σημαντικό τώρα σε αυτή τη διαδικασία επανάληψης της είδησης δεν είναι μόνο η αναγνώριση της είδησης ως τέτοιας αλλά και η μετατροπή σε είδηση των όρων και των τρόπων καταγραφής της. Παύει δηλαδή στιγμιαία να αποτελεί είδηση ένα συγκεκριμένο γεγονός και γίνεται είδηση η επιλογή παρουσίασης του, η σειρά των λέξεων της περιγραφής του, ο στόχος του συντάκτη του και η σειρά της προτεραιότητάς του.
Βέβαια, στο πλαίσιο μίας γενικότερης ηθικολογικής, αντιτηλεοπτικής ρητορείας, σύμφωνα με την οποία η τηλεόραση είναι υπεύθυνη για την υποβάθμιση του δημοσιογραφικού λόγου αλλά και για την παρακμή του δημόσιου λόγου γενικά, η τηλεοπτική αναπαραγωγή της έντυπης ειδησεογραφίας φαντάζει δικαιολογημένη και ίσως αναμενόμενη. Πως μπορεί όμως να δικαιολογηθεί ο σχολιασμός και η αναπαραγωγή της (ειδησεογραφικής και μη) τηλεοπτικής επικαιρότητας από τα κυριακάτικα φύλλα των εφημερίδων; Η τελευταία αυτή εκδοχή της δημοσιογραφικής αυτοαναφορικότητας εμφανίστηκε περίπου στις αρχές της δεκαετίας και παγιώθηκε σχεδόν ακαριαία, με τη μαζική φιλοξενία, από την πλειοψηφία των ευπώλητων και ευυπόληπτων κυριακάτικων εφημερίδων, άρθρων που αφορούν την τηλεόραση και ακόμα και ξεχωριστών εντύπων με διακριτό σχήμα και θεματολογία και με τίτλο που υποδηλώνει σαφώς τη λειτουργία και το λόγο ύπαρξης τους.
Η κορύφωση ωστόσο του ναρκισισμού των ελληνικών ΜΜΕ βρίσκεται αναμφίβολα στην ίδια την τηλεόραση. Το μεγαλύτερο ποσοστό του τηλεοπτικού χρόνου των λεγόμενων ψυχαγωγικών και ημι-ενημερωτικών εκπομπών (ανεξαρτήτως ώρας προβολής, target group και θεματολογίας) εξαντλείται σε μία ακατάσχετη περιαυτολογία των κατορθωμάτων της εγχώριας τηλεοπτικής παραγωγής. Δεν πρόκειται όμως σε καμία περίπτωση για έναν λόγο αναστοχαστικό, ένα λόγο ώριμο που θέτει τη δημοσιογραφική παραγωγή στο στόχαστρο, την κριτικάρει και προσπαθεί αναλυτικά να την κατανοήσει και να την ξεπεράσει. Είναι ένας λόγος σχεδόν λατρευτικός, ένας λόγος ναρκισσιστικός για ένα ομόφυλο αντικείνο του πόθου.



Όταν ο Φρόυντ εισήγαγε για πρώτη φορά το 1910 τον όρο ναρκισσισμό είχε υπόψη του αυτήν ακριβώς την ομοφυλόφυλη επιλογή του σεξουαλικού αντικειμένου. Εκκινούμενοι από το ναρκισσισμό, τα μικρά παιδιά και οι νεαροί ομοφυλόφιλοι αναζητούν νέους που τους μοιάζουν θέλοντας να τους αγαπήσουν όπως ακριβώς αγαπήθηκαν οι ίδιοι από τη μητέρα τους. Η ανακάλυψη αυτή του ναρκισσισμού από το Φρόυντ τον οδήγησε έτσι στο να ορίσει ένα ενδιάμεσο στάδιο στην ανάπτυξη της σεξουαλικότητας του ανθρώπου ανάμεσα στην «αγάπη για τον εαυτό» και «την αγάπη για το αντικείμενο». ‘Οπως χαρακτηριστικά γράφει στο Τοτέμ και Ταμπού, το υποκείμενο της σεξουαλικότητας αρχίζει να αναγνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό, το ίδιο του το σώμα ως αντικείμενο του πόθου, γεγονός που επιτρέπει την ενοποίηση της σεξουαλικής παρώθησης.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης εκκινώντας από το ναρκισσισμό τους αναζητούν το αντικείμενό τους ανάμεσα στους ομοίους τους. Αυτό που απομένει να δούμε τελικά είναι αν θα καταφέρουν να ενηλικιωθούν στρέφοντας τη λατρεία τους σε ένα διακριτό εξωτερικό αντικείμενο ή αν θα παραμείνουν για πάντα στην ανήλικη φάση του ερμαφρόδιτου ναρκισσισμού τους. Και παρόλου που στη ζωή των ανθρώπων η επιλογή της ομοφυλοφυλίας είναι μία εμπειρία μάλλον ενδιαφέρουσα, στην περίπτωση των ΜΜΕ αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές πολύ, μα πολύ βαρετή.