Οι παρακολουθήσεις των τηλεφώνων πολιτών και του πρωθυπουργού, οι μαζικές προσλήψεις «γαλάζιων παιδιών», οι απαγωγές των Πακιστανών, το σκάνδαλο των «κουμπάρων», το φοιτητικό κίνημα και η χωρίς προηγούμενο καταστολή του, η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού και το σκάνδαλο των ομολόγων, η πτώση του σινούκ με τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, το ναυάγιο της Σαντορίνης, οι πυρκαγιές που κατέκαψαν τη χώρα και τους ανθρώπους της, το σκάναδαλο των πανελλαδικών με τη δημοσίευση λαθεμένων βάσεων, αλλά κυρίως η αλαζονεία της εξουσίας και η παντελής άρνηση ανάληψης ευθυνών, δεν άρκεσαν για να ξυπνήσουμε τη 17η του Σεπτέμβρη με νέα κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία, αν και εμφανώς εξασθενημένη, εξήλθε, έστω κι οριακά, αυτοδύναμη από την εκλογική αναμέτρηση.
Οι μεγάλοι νικητές είναι αναμφισβήτητα τα «μικρά κόμματα», και κυρίως οι δυνάμεις της Αριστεράς που, μακριά από την εξουσία και τα δεινά της, αποτέλεσαν τον αμόλυντο εκείνο δίαυλο όπου μπόρεσε να διοχετευτεί η συνεχώς αυξανόμενη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος, όχι μόνο απέναντι στην πρόσφατη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αλλά και στην «εναλλακτική» πρόταση του ΠΑΣΟΚ. Η Νέα Βουλή, πεντακομματική, πολυμορφική, πολυσυλλεκτική και πολυφωνική, εμφανίζεται ταυτόχρονα και πιο πολιτικοποιημένη: Πλήθος celebrities έμειναν εκτός, ενώ εξελέγησαν για πρώτη φορά στρατευμένοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες όπως ο Περικλής Κοροβέσης, ο Γρηγόρης Ψαριανός και η Εύα Μελά, οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία να αντιπα- ρατεθούν ιδεολογικά με τους βουλευτές της ακροδεξιάς που διέβηκαν με τη σειρά τους για πρώτη φορά το κοινοβουλευτικό κατώφλι. Μεγάλος χαμένος των εκλογών το ΠΑΣΟΚ, που άγγιξε το ιστορικό χαμηλό του από τη δεκαετία του ’80, αλλά ταυτόχρονα και μεγάλος κερδισμένος της τηλεοπτικής προβολής, μιας και το εκλογικό αποτέλεσμα έφερε μαζί του σενάρια διαδοχής, τα οποία με τη σειρά τους έφεραν την τηλεθέαση.
Και ενώ συνήθως το πέρας των εκλογών σηματοδοτεί το τέλος μίας έντονα πολιτικής περιόδου, οι φετεινές εκλογές πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο. Η πολιτική αντιπαράθεση συνεχίζεται τώρα πιο έντονη από ποτέ, είτε ως δέσμευση μιας Αριστεράς που γνωρίζει καλά ότι πρέπει να προσπαθήσει πολύ για να βγάλει ασπροπρόσωπη τη μεγαλύτερη μερίδα των ψηφοφόρων της που συγκυριακά της έδωσε μία ευκαιρία, είτε ως εσωκομματικός αναστοχασμός ενός ΠΑΣΟΚ που ξέρει πως όταν κάποιος πέφτει τόσο χαμηλά το μόνο που του μένει πια να κάνει είναι να βάλει δύναμη και να σηκωθεί πάνω. Το τι θα γίνει στη συνέχεια θα το δούμε προσεχώς. Όπως έγραφε εξάλλου και ο φιλόσοφος Claude Lefort, όσο η δημοκρατική περιπέτεια συνεχίζεται και οι όροι της πολιτικής αντιπαράθεσης μετατίθενται, δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι γι’αυτό που θα επακολουθήσει. Μπορούμε ωστόσο να καυχηθούμε ότι ζούμε σε μία κοινωνία δημοκρατική, μία κοινωνία με Ιστορία, που, σε αντίθεση με την ανιστορική κοινωνία των ολοκληρωτικών καθεστώτων, που προωθούν πάση θυσία την ομοιογένεια και την ομοιομορφία, η δική μας κοινωνία εγκολπώνει και διαφυλάσσει, όχι μόνο τη διαφορετικότητα αλλά και την αναποφασιστικότητα των πολιτών της. Όπως κατέδειξαν οι προχθεσινές εκλογές, χάρη στους αναποφάσιστούς μας η πολιτική όχι μόνο συνεχίζεται αλλά και αναβαθμίζεται.
Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007
Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007
Μια αφήγηση για το ντιμπέιτ ή ο θρίαμβος του πολιτισμού
Χωρίς να διαφέρει ουσιαστικά από τις τηλεοπτικές αναμετρήσεις των προηγούμενων εκλογικών περιόδων, το ντιμπέιτ της Πέμπτης αποδείχτηκε μία εμπειρία άκρως διασκεδαστική. Οι κομματικοί αρχηγοί επιστράτευσαν και εξάντλησαν τα αποθέματα σοβαροφάνειας που νομίζουν πως απαιτεί ο αρχηγικός τους ρόλος, οι δημοσιογράφοι επιδόθηκαν με μανία στο προσφιλές τους άθλημα να παράγουν αξιολογικές κρίσεις και οι τηλεθεατές απόλαυσαν μία χωρίς πολλές εκπλήξεις και ειδικά εφέ αλλά καλοστημένη και χορταστική παράσταση. Ποιός κέρδισε; Ποιός έχασε; Και τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε τώρα με την απόσταση ασφαλείας που μας δίνουν οι μέρες που μεσολάβησαν;
Τη μερίδα του λέοντος σε αυτή την ιστορία κατέχουν αναμφισβήτητα τα μίντια και οι δημοσιογράφοι, που κλήθηκαν να παίξουν τον κρίσιμο ρόλο, όχι μόνο της οργάνωσης αλλά και της αξιολόγησης του ντιμπέιτ, εμφυσώντας του ουσιαστικά, με τις δημοσιογραφικές τους ετυμηγορίες, το χαμένο του νόημα. Ήδη με τη λήξη της εκπομπής είχαν στηθεί πολυπληθή πάνελ σε όλα τα κανάλια, αποτελούμενα από πολιτικούς, ειδικούς αναλυτές και κυρίως δημοσιογράφους, που προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα σημεία και τα κρυμμένα νοήματα στα λεγόμενα και τις κινήσεις των αρχηγών. Άμεσες αντιδράσεις τηλεθεατών δεν υπήρχαν, όπως συνέβη, παραδείγματος χάρη, στο πρόσφατο ντιμπέιτ Σαρκοζύ-Ρουαγιάλ, όπου ο καθένας μπορούσε να δημοσιεύει το σχόλιο του και να ψηφίζει στο Ίντερνετ για τον υποψήφιο με τις καλύτερες εντυπώσεις, ενώ η τηλεοπτική αντιπαράθεση ήταν ακόμα στον αέρα. Ως εκ τούτου, τα πρώτα σχόλια για τους κερδισμένους και τους χαμένους του ελληνικού ντιμπέιτ έγιναν από τα μίντια. Οι τηλεθεατές, ακόμα κι αν είχαν διαμορφώσει ιδία άποψη για τους κομματικούς αρχηγούς, ήταν αναγκασμένοι να τη φιλτράρουν μέσα από τη «δημοσιογραφική γραμμή».
Η απουσία άμεσων αντιδράσεων από τους ίδιους τους εκλογείς, είχε εξ΄άλλου ως αποτέλεσμα και την παραγωγή μίας ομογενοποιημένης εν πολλοίς δημοσιογραφικής ετυμηγορίας. Τα συμπεράσματα που βγήκαν τηλεοπτικά και διαχύθηκαν εν συνεχεία σε όλα τα οπτικοακουστικά μέσα ήταν συνοπτικά τα εξής: Ο Καραμανλής ήταν «μουδιασμένος» και «έχασε έδαφος», ο Παπανδρέου ήταν «επιθετικός» και «κέρδισε έδαφος», ο Αλαβάνος ήταν «άνετος, σίγουρος» και «κέρδισε τις εντυπώσεις» και ο Καρατζαφέρης «δημαγώγησε» αρκούντως ωστέ να μπει στη Βουλή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κανένας δημοσιογράφος in vitro ή in papyrο δε βρέθηκε να αμφισβητήσει τα εν λόγω συμπεράσματα, αποκλίνοντας δραματικά από αυτή τη «γραμμή», λέγοντας, για παράδειγμα, ότι ο Καραμανλής ήταν ο καλύτερος και ότι κερδίζει άνετα τις εκλογές ή ότι ο Παπανδρέου ήταν ο μεγάλος χαμένος του ντιμπέιτ. Έτσι, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της επομένης, ανάλογα με τον πολιτικό τους προσανατολισμό τόνιζαν [«Ναυάγιο Καραμανλή σε ντιμπέιτ μονολόγων» (ΤΑ ΝΕΑ), «Εικονομαχία με άσφαιρο Καραμανλή» (Ελευθεροτυπία)] ή συγκάλυπταν [«Αυτοδυναμία ή νέες εκλογές» (Καθημερινή), «Καθαρή εντολή ζήτησε ο Καραμανλής» (Ελεύθερος Τύπος)] τη δυσμενή θέση του πρωθυπουργού που μέχρι πριν από λίγες βδομάδες φαινόταν ότι θα κέρδιζε άνετα τις εκλογές.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την αξία της δημοσιογραφικής αξιολογικής αφήγησης του ντιμπέιτ. Όπως πολύ ωραία έδειξε ο Paul Ricoeur (ένας από τους ελάχιστους φιλοσόφους που ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τους εξαναγκασμούς που συναντά ο επαγγελματίας ιστορικός), «κάθε γεγονός που έχει πετύχει να φτάσει σε μας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αφήγησή του, δηλαδή, με την ερμηνεία που του δίνεται εν τη γεννέση του και με το σύνολο της ερμηνευτικής δουλειάς που μεσολαβεί μέχρι να φτάσει στ’αυτιά μας ως Γεγονός». Αυτή η θέση δεν πρέπει να θεωρηθεί στρουκτουραλιστική: Ο Ricoeur δε θεωρεί ότι το γεγονός είναι εξ’ολοκλήρου κατασκευασμένο από τα σχόλια και τις αφηγήσεις που παράγονται γύρω του, αφού συνέβη πραγματικά και μάλιστα πολύ πριν ξεκινήσουμε να το αφηγούμαστε. Η αξία της θέσης του Ricoeur έγκειται στο ότι μας υποδεικνύει την ανάγκη να σκεφτούμε ότι το ντιμπέιτ της Πέμπτης, παραδείγματος χάρη, δε μας έδωσε από μόνο του το νόημά του, παρά ότι το νόημά του παράχθηκε εκ των υστέρων, χάρη κυρίως σε μία σειρά πολλαπλών μιντιακών αφηγήσεων και δημοσιογραφικών αξιολογικών κρίσεων.
Ωστόσο, κατά πόσο θα ήταν δυνατή η ανακήρυξη των «νικητών και των χαμένων» μιας τόσο άρτια δομημένης τηλεοπτικής «αναμέτρησης» χωρίς τη βοήθεια των δημοσιογράφων σε ρόλο κριτών; Είναι αλήθεια ότι το ντιμπέιτ έβριθε από κανόνες και ρυθμίσεις και όριζε το χρόνο και τον τρόπο ομιλίας των συμμετεχόντων σε τέτοιο βαθμό που ακυρωνόταν τελικά ο ίδιος ο στόχος της αντιπαράθεσης αφού οι πολιτικοί αρχηγοί δεν μπόρεσαν καμία στιγμή να αντιπαρατεθούν ουσιαστικά μεταξύ τους. Μπορεί ο Παπανδρέου ή ο Αλαβάνος να υπήρξαν επιθετικοί απέναντι στον Καραμανλή, ωστόσο αυτός δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να τους απαντήσει άμεσα, και όταν κάποιος από τους κομματικούς αρχηγούς εκμεταλλευόταν, όταν έφτανε η σειρά του, τον τηλεοπτικό χρόνο που του αντιστοιχούσε για να σχολιάσει μία άποψη που ακούστηκε εις βάρος του από κάποιον άλλο υποψήφιο, οι δημοσιογράφοι τον εγκαλούσαν στην τάξη.
Τι σημαίνει ντιμπέιτ χωρίς άμεση πολιτική αντιπαράθεση; Η προσπάθεια αυτή της ειρηνοποίησης πάση θυσία της τηλεοπτικής αναμέτρησης μπορεί να εξηγηθεί με βάση την ανάλυση του Νόρμπερτ Ελίας και του Ερικ Ντάνινγκ για τα μοντέρνα σπορ. Τα σπορ είναι, σύμωνα με αυτούς, ένα πεδίο αντιπαράθεσης μέσα στο οποίο κάποιοι μηχανισμοί επιτρέπουν το ξέσπασμα και την απελευθέρωση των επιθετικών μας ορμών – ορμές τις οποίες τον περισσότερο χρόνο οφείλουμε να ελέγχουμε, όπως υποχρεώνει η εξέλιξη του πολιτισμού μας (ο οποίος βρίσκει την ύψιστη έκφρασή του στο μονοπώλιο της φυσικής νόμιμης βίας από το κράτος). Όπως δείχνει ο Ελίας, ακόμα και αυτός ο χώρος του ξεσπάσματος υπόκειται σε μία πολιτισμική διαδικασία. Τα μοντέρνα αθλήματα, από τη γέννησή τους στα τέλη του 19ου αιώνα δε σταμάτησαν να εξελίσσονται και να γίνονται περισσότερο κωδικοποιημένα και με περισσότερους κανόνες, απαγορεύοντας ολοένα και πιο δραστικά τα χτυπήματα που κρίνονται «αντικανονικά», εκείνα δηλαδή, που προσβάλουν την αυστηρή ισότητα ανάμεσα στους διαγωνιζόμενους ή που ενθαρρύνουν, κυρίως στα αθλήματα μάχης όπου υπάρχει σωματική επαφή, μία πρωτόγονη και ανεξέλεγκτη άσκηση βίας.
Συνολικά, το ντιμπέιτ που παρακολουθήσαμε ήταν μία στιγμή πολιτισμού και το ίδιο: η βία ήταν παρούσα, εγγεγραμμένη μάλιστα στην ίδια την αρχή της δημόσιας αντιπαράθεσης, αλλά ήταν βία μόνο κατ’ευφημισμόν, ελεγχόμενη και κανονικοποιημένη στο έπακρο. Όπως στα μοντέρνα σπορ, μία σειρά τεχνικών μηχανισμών και κανόνων (χρονόμετρο, συγκεκριμένος χρόνος ομιλίας, παρουσία δημοσιογράφων – διαιτητών, απαγόρευση να βλέπουν ή να ακούν κάτι άλλο οι πολιτικοί τη στιγμή που βρίσκονται στον αέρα) βοηθούσαν τους «ανταγωνιζόμενους» να διατηρήσουν τη μάχη σε μία πολιτισμένη και οργανωμένη μορφή, αφήνοντας τους αντιπάλους τους να εκφράζονται χωρίς να τους διακόπτουν, επιχειρηματολογώντας συνήθως με μεγάλη γενικότητα και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις επιτιθέμενοι κατά μέτωπο στους άλλους κομματικούς αρχηγούς.
Αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τη δημοσιογραφική αφήγηση του ντιμπέιτ θα δούμε ότι νικητές ανακυρήχτηκαν τελικά εκείνοι που απελευθέρωσαν την επιθετική τους ορμή περισσότερο από αυτό που τους επέτρεπε το ασφικτικό πλαίσιο των κανόνων της αντιπαράθεσης ενώ χαμένοι εκείνοι που διατήρησαν χαμηλούς και απολογιτικούς τόνους και που δεν εκμεταλλεύτηκαν την αδύναμη στιγμή του αντιπάλου τους αποτυγχάνοντας να φτάσουν «σε βάθος».
Τη μερίδα του λέοντος σε αυτή την ιστορία κατέχουν αναμφισβήτητα τα μίντια και οι δημοσιογράφοι, που κλήθηκαν να παίξουν τον κρίσιμο ρόλο, όχι μόνο της οργάνωσης αλλά και της αξιολόγησης του ντιμπέιτ, εμφυσώντας του ουσιαστικά, με τις δημοσιογραφικές τους ετυμηγορίες, το χαμένο του νόημα. Ήδη με τη λήξη της εκπομπής είχαν στηθεί πολυπληθή πάνελ σε όλα τα κανάλια, αποτελούμενα από πολιτικούς, ειδικούς αναλυτές και κυρίως δημοσιογράφους, που προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα σημεία και τα κρυμμένα νοήματα στα λεγόμενα και τις κινήσεις των αρχηγών. Άμεσες αντιδράσεις τηλεθεατών δεν υπήρχαν, όπως συνέβη, παραδείγματος χάρη, στο πρόσφατο ντιμπέιτ Σαρκοζύ-Ρουαγιάλ, όπου ο καθένας μπορούσε να δημοσιεύει το σχόλιο του και να ψηφίζει στο Ίντερνετ για τον υποψήφιο με τις καλύτερες εντυπώσεις, ενώ η τηλεοπτική αντιπαράθεση ήταν ακόμα στον αέρα. Ως εκ τούτου, τα πρώτα σχόλια για τους κερδισμένους και τους χαμένους του ελληνικού ντιμπέιτ έγιναν από τα μίντια. Οι τηλεθεατές, ακόμα κι αν είχαν διαμορφώσει ιδία άποψη για τους κομματικούς αρχηγούς, ήταν αναγκασμένοι να τη φιλτράρουν μέσα από τη «δημοσιογραφική γραμμή».
Η απουσία άμεσων αντιδράσεων από τους ίδιους τους εκλογείς, είχε εξ΄άλλου ως αποτέλεσμα και την παραγωγή μίας ομογενοποιημένης εν πολλοίς δημοσιογραφικής ετυμηγορίας. Τα συμπεράσματα που βγήκαν τηλεοπτικά και διαχύθηκαν εν συνεχεία σε όλα τα οπτικοακουστικά μέσα ήταν συνοπτικά τα εξής: Ο Καραμανλής ήταν «μουδιασμένος» και «έχασε έδαφος», ο Παπανδρέου ήταν «επιθετικός» και «κέρδισε έδαφος», ο Αλαβάνος ήταν «άνετος, σίγουρος» και «κέρδισε τις εντυπώσεις» και ο Καρατζαφέρης «δημαγώγησε» αρκούντως ωστέ να μπει στη Βουλή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κανένας δημοσιογράφος in vitro ή in papyrο δε βρέθηκε να αμφισβητήσει τα εν λόγω συμπεράσματα, αποκλίνοντας δραματικά από αυτή τη «γραμμή», λέγοντας, για παράδειγμα, ότι ο Καραμανλής ήταν ο καλύτερος και ότι κερδίζει άνετα τις εκλογές ή ότι ο Παπανδρέου ήταν ο μεγάλος χαμένος του ντιμπέιτ. Έτσι, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της επομένης, ανάλογα με τον πολιτικό τους προσανατολισμό τόνιζαν [«Ναυάγιο Καραμανλή σε ντιμπέιτ μονολόγων» (ΤΑ ΝΕΑ), «Εικονομαχία με άσφαιρο Καραμανλή» (Ελευθεροτυπία)] ή συγκάλυπταν [«Αυτοδυναμία ή νέες εκλογές» (Καθημερινή), «Καθαρή εντολή ζήτησε ο Καραμανλής» (Ελεύθερος Τύπος)] τη δυσμενή θέση του πρωθυπουργού που μέχρι πριν από λίγες βδομάδες φαινόταν ότι θα κέρδιζε άνετα τις εκλογές.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την αξία της δημοσιογραφικής αξιολογικής αφήγησης του ντιμπέιτ. Όπως πολύ ωραία έδειξε ο Paul Ricoeur (ένας από τους ελάχιστους φιλοσόφους που ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τους εξαναγκασμούς που συναντά ο επαγγελματίας ιστορικός), «κάθε γεγονός που έχει πετύχει να φτάσει σε μας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αφήγησή του, δηλαδή, με την ερμηνεία που του δίνεται εν τη γεννέση του και με το σύνολο της ερμηνευτικής δουλειάς που μεσολαβεί μέχρι να φτάσει στ’αυτιά μας ως Γεγονός». Αυτή η θέση δεν πρέπει να θεωρηθεί στρουκτουραλιστική: Ο Ricoeur δε θεωρεί ότι το γεγονός είναι εξ’ολοκλήρου κατασκευασμένο από τα σχόλια και τις αφηγήσεις που παράγονται γύρω του, αφού συνέβη πραγματικά και μάλιστα πολύ πριν ξεκινήσουμε να το αφηγούμαστε. Η αξία της θέσης του Ricoeur έγκειται στο ότι μας υποδεικνύει την ανάγκη να σκεφτούμε ότι το ντιμπέιτ της Πέμπτης, παραδείγματος χάρη, δε μας έδωσε από μόνο του το νόημά του, παρά ότι το νόημά του παράχθηκε εκ των υστέρων, χάρη κυρίως σε μία σειρά πολλαπλών μιντιακών αφηγήσεων και δημοσιογραφικών αξιολογικών κρίσεων.
Ωστόσο, κατά πόσο θα ήταν δυνατή η ανακήρυξη των «νικητών και των χαμένων» μιας τόσο άρτια δομημένης τηλεοπτικής «αναμέτρησης» χωρίς τη βοήθεια των δημοσιογράφων σε ρόλο κριτών; Είναι αλήθεια ότι το ντιμπέιτ έβριθε από κανόνες και ρυθμίσεις και όριζε το χρόνο και τον τρόπο ομιλίας των συμμετεχόντων σε τέτοιο βαθμό που ακυρωνόταν τελικά ο ίδιος ο στόχος της αντιπαράθεσης αφού οι πολιτικοί αρχηγοί δεν μπόρεσαν καμία στιγμή να αντιπαρατεθούν ουσιαστικά μεταξύ τους. Μπορεί ο Παπανδρέου ή ο Αλαβάνος να υπήρξαν επιθετικοί απέναντι στον Καραμανλή, ωστόσο αυτός δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να τους απαντήσει άμεσα, και όταν κάποιος από τους κομματικούς αρχηγούς εκμεταλλευόταν, όταν έφτανε η σειρά του, τον τηλεοπτικό χρόνο που του αντιστοιχούσε για να σχολιάσει μία άποψη που ακούστηκε εις βάρος του από κάποιον άλλο υποψήφιο, οι δημοσιογράφοι τον εγκαλούσαν στην τάξη.
Τι σημαίνει ντιμπέιτ χωρίς άμεση πολιτική αντιπαράθεση; Η προσπάθεια αυτή της ειρηνοποίησης πάση θυσία της τηλεοπτικής αναμέτρησης μπορεί να εξηγηθεί με βάση την ανάλυση του Νόρμπερτ Ελίας και του Ερικ Ντάνινγκ για τα μοντέρνα σπορ. Τα σπορ είναι, σύμωνα με αυτούς, ένα πεδίο αντιπαράθεσης μέσα στο οποίο κάποιοι μηχανισμοί επιτρέπουν το ξέσπασμα και την απελευθέρωση των επιθετικών μας ορμών – ορμές τις οποίες τον περισσότερο χρόνο οφείλουμε να ελέγχουμε, όπως υποχρεώνει η εξέλιξη του πολιτισμού μας (ο οποίος βρίσκει την ύψιστη έκφρασή του στο μονοπώλιο της φυσικής νόμιμης βίας από το κράτος). Όπως δείχνει ο Ελίας, ακόμα και αυτός ο χώρος του ξεσπάσματος υπόκειται σε μία πολιτισμική διαδικασία. Τα μοντέρνα αθλήματα, από τη γέννησή τους στα τέλη του 19ου αιώνα δε σταμάτησαν να εξελίσσονται και να γίνονται περισσότερο κωδικοποιημένα και με περισσότερους κανόνες, απαγορεύοντας ολοένα και πιο δραστικά τα χτυπήματα που κρίνονται «αντικανονικά», εκείνα δηλαδή, που προσβάλουν την αυστηρή ισότητα ανάμεσα στους διαγωνιζόμενους ή που ενθαρρύνουν, κυρίως στα αθλήματα μάχης όπου υπάρχει σωματική επαφή, μία πρωτόγονη και ανεξέλεγκτη άσκηση βίας.
Συνολικά, το ντιμπέιτ που παρακολουθήσαμε ήταν μία στιγμή πολιτισμού και το ίδιο: η βία ήταν παρούσα, εγγεγραμμένη μάλιστα στην ίδια την αρχή της δημόσιας αντιπαράθεσης, αλλά ήταν βία μόνο κατ’ευφημισμόν, ελεγχόμενη και κανονικοποιημένη στο έπακρο. Όπως στα μοντέρνα σπορ, μία σειρά τεχνικών μηχανισμών και κανόνων (χρονόμετρο, συγκεκριμένος χρόνος ομιλίας, παρουσία δημοσιογράφων – διαιτητών, απαγόρευση να βλέπουν ή να ακούν κάτι άλλο οι πολιτικοί τη στιγμή που βρίσκονται στον αέρα) βοηθούσαν τους «ανταγωνιζόμενους» να διατηρήσουν τη μάχη σε μία πολιτισμένη και οργανωμένη μορφή, αφήνοντας τους αντιπάλους τους να εκφράζονται χωρίς να τους διακόπτουν, επιχειρηματολογώντας συνήθως με μεγάλη γενικότητα και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις επιτιθέμενοι κατά μέτωπο στους άλλους κομματικούς αρχηγούς.
Αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τη δημοσιογραφική αφήγηση του ντιμπέιτ θα δούμε ότι νικητές ανακυρήχτηκαν τελικά εκείνοι που απελευθέρωσαν την επιθετική τους ορμή περισσότερο από αυτό που τους επέτρεπε το ασφικτικό πλαίσιο των κανόνων της αντιπαράθεσης ενώ χαμένοι εκείνοι που διατήρησαν χαμηλούς και απολογιτικούς τόνους και που δεν εκμεταλλεύτηκαν την αδύναμη στιγμή του αντιπάλου τους αποτυγχάνοντας να φτάσουν «σε βάθος».
Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007
Οι Τειρεσίες της πολιτικής
Η τραγική συγκυρία των πυρκαγιών δεν άφησε φέτος μεγάλο χώρο στην έτσι κι αλλιώς κουτσουρεμένη προεκλογική περίοδο. Χωρίς καλά καλά να καταλάβουμε την έναρξή της βρεθήκαμε ήδη να διανύουμε το τελευταίο της δεκαπενθήμερο, κατά τη διάρκεια του οποίου απαγορεύεται κάθε δημοσιοποίηση δημοσκοπήσεων για την πρόθεση ψήφου των εκλογέων. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά πράγματα τα οποία μπορούμε να παρατηρήσουμε και οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις που μας παρουσιάστηκαν τις τελευταίες ημέρες, ανάμεσα στα τελευταία καλοκαιρινά μπάνια και τους τηλεμαραθώνιους για τις καταστροφικές πυρκαγιές.
Πρώτα πρώτα, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις έγιναν για λογαριασμό τηλεοπτικών σταθμών (MRB - Alpha, VPRC - Σκάι, GPO - Mega) και λιγότερο για λογαριασμό εφημερίδων, με αποτέλεσμα να μεταδοθούν τηλεοπτικά και με τρόπο ιδιαιτέρως ελλειπή και πολύ συχνά ασαφή. Ήδη το γεγονός ότι πολλές φορές η ίδια δημοσκόπηση φιλοξενούσε ερωτήσεις, εκτός από την πρόθεση ψήφου των εκλογέων, και για τη γενικότερη στάση των κομμάτων και της κυβέρνησης απέναντι στις πυρκαγιές, μπέρδευε εξ’αρχής τα πράγματα. Στην προσπάθειά τους να σεβαστούν τον τηλεοπτικό χρόνο, όλα ανεξαιρέτως τα κανάλια που παρουσίαζαν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεών τους, αναγκάζονταν να περιοριστούν στην αναγγελία των βασικών αποτελεσμάτων (ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων) με αποτέλεσμα να παραλέιπουν συστηματικά να δώσουν σαφείς πληροφορίες για το δείγμα των ερωτηθέντων (φύλο, ηλικία, γεωγραφική περιοχή), τον τρόπο της συλλογής στοιχείων (τηλεφωνικά ή δια ζώσης, συνέντευξη ή ερωτηματολόγιο), και την κατηγοριοποίηση των δεδομένων (τη συνοπτική καταχώρηση των απαντήσεων σε ομάδες).
Είναι αλήθεια ότι η πρακτική των δημοσκοπήσεων που έχει πια καθιερωθεί και αναμένεται με αγωνία σε όλες τις προεκλογικές περιόδους θέτει περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Από τη διατύπωση των ερωτήσεων μέχρι την επεξεργασία και την παρουσίαση των απαντήσεων, η δουλειά των δημοσκόπων περιλαμβάνει πολλά κρίσιμα στάδια, τα οποία τις περισσότερες φορές αγνοούνται από τον τελικό τους αποδέκτη, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να τους αποδίδει μεγαλύτερη αξία από αυτή που έχουν πραγματικά. Έτσι, πολύ συχνά, όταν ακούμε ή διαβάζουμε μια δημοσκόπηση ξεχνάμε ότι δεν πρόκεται για μία αλάθητη επιστημονική πρόβλεψη, παρά για μία διαδικασία κατά την οποία κάποιοι άνθρωποι καλούνται να απαντήσουν τηλεφωνικά, κατά τη βούλησή τους, και χωρίς καμία υποχρέωση αλήθειας ή κύρωση ψεύδους, σε μία σειρά από ερωτήματα, τα οποία πολλές φορές δεν έχουν θέσει καν οι ίδιοι στον εαυτό τους, και στα οποία όμως απαντούν παρ’όλα αυτά. Με άλλα λόγια, οι απαντήσεις που δίνει κάποιος σε μία άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο μπορεί να είναι αληθείς όσο μπορεί να είναι και ψευδείς, κατασκευασμένες, παραπλανητικές και διεκπεραιωτικές. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που θέλουμε να είμαστε καλοπροαίρετοι και να πιστέψουμε στις απαντήσεις των ερωτηθέντων, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η πρόθεση ψήφου που οι ίδιοι αναγγέλουν δεν αφορά την ώρα της κάλπης, παρά εκείνη ακριβώς τη στιγμή της ερώτησης.
Σε ένα άρθρο που τιτλοφορείται «Ο Τειρεσίας ή η γνώση μας πάνω στα μελλοντικά γεγονότα», ο κοινωνιολόγος Alfred Schütz (1899-1959) υπογράμμιζε ότι, για μας τους κοινούς θνητούς, σε αντίθεση με κάποια θεϊκή ή μυθική οντότητα όπως ο Τειρεσίας, η γλώσσα του ρίσκου και της τύχης είναι η μόνη που ταιριάζει στη δυνατότητά μας να «βλέπουμε» το μέλλον. Συγκεκριμένα σημειώνει: «Για την τρέχουσα καθημερινή σκέψη, όλες οι προβλέψεις γίνονται modo potentiali με όρους τύχης. Λέμε ότι «το τάδε πράγμα» είναι προφανές ή πιθανό να γίνει ή ότι μπορούμε να υποθέσουμε με το μυαλό μας ή να φανταστούμε ότι «το τάδε πράγμα» θα συμβεί. Μόνο λοιπόν με όρους τύχης μπορούν οι προβλέψεις να αναφέρονται στην τυπικότητα των μελλόντων συμβάντων». Το μεγάλο, τώρα, διανοητικό λάθος είναι ότι πολλές φορές ξεχνάμε αυτή την πραγματικότητα και επεξεργαζόμαστε «αυτό που έχει πιθανότητα να συμβεί» σαν κάτι που έχει ήδη συμβεί. Και όταν γίνεται αυτού του είδους η σύγχηση, μπορεί να ακυρωθεί η ίδια η δυνατότητα της πολιτικής, δηλαδή η ίδια η δυνατότητα μιας συλλογικής δράσης, ικανής να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων.
Κοινώς, επειδή οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις προβλέπουν νίκη της ΝΔ στις επερχόμενες εκλογές δε σημαίνει ότι η ΝΔ ήδη κέρδισε. Μία δημοσκόπηση «απειλεί» το εκλογικό αποτέλεσμα μόνο στο βαθμό που αφήνουμε τον εαυτό μας να πιστέψει ότι αυτό που μας περιγράφει θα συμβεί πραγματικά. Το λάθος κατά συνέπεια είναι δικό μας. Οφείλουμε να θυμόμαστε συνέχεια, ότι η αδυναμία των δημοσκοπήσεων να προβλέψουν το μέλλον είναι απόλυτη, όχι εξαιτίας της μεθόδου τους, ούτε εξαιτίας της απουσίας της εγκυρότητάς τους, παρά κυρίως εξαιτίας της ίδιας της φύσης του θεμελιώδους αυτού φαινομένου που αποκαλούμε «χρόνο» - φαινόμενο που συνεπάγεται εξ’ορισμού ότι το παρόν δεν μπορεί να είναι το μέλλον και το μέλλον δεν μπορεί να είναι το παρόν.
Το ενδιαφέρον των δημοσκοπήσεων δεν μπορεί να είναι το ότι μας επιτρέπουν να βλέπουμε το μέλλον όπως ο Τειρεσίας, δηλαδή σαν να είναι ήδη παρόν. Το ένα και μοναδικό τους ενδιαφέρον είναι το ότι μας βοηθούν να προβλέψουμε το μέλλον, σαν απλοί θνητοί που είμαστε, με όρους τύχης και ρίσκου. Αναγκαίο βέβαια είναι, να δράσουμε πολιτικά, και μάλιστα συλλογικά, έτσι ώστε αυτό που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις είναι σήμερα πιθανό να συμβεί, να μη συμβεί πραγματικά την ημέρα των εκλογών.
Πρώτα πρώτα, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις έγιναν για λογαριασμό τηλεοπτικών σταθμών (MRB - Alpha, VPRC - Σκάι, GPO - Mega) και λιγότερο για λογαριασμό εφημερίδων, με αποτέλεσμα να μεταδοθούν τηλεοπτικά και με τρόπο ιδιαιτέρως ελλειπή και πολύ συχνά ασαφή. Ήδη το γεγονός ότι πολλές φορές η ίδια δημοσκόπηση φιλοξενούσε ερωτήσεις, εκτός από την πρόθεση ψήφου των εκλογέων, και για τη γενικότερη στάση των κομμάτων και της κυβέρνησης απέναντι στις πυρκαγιές, μπέρδευε εξ’αρχής τα πράγματα. Στην προσπάθειά τους να σεβαστούν τον τηλεοπτικό χρόνο, όλα ανεξαιρέτως τα κανάλια που παρουσίαζαν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεών τους, αναγκάζονταν να περιοριστούν στην αναγγελία των βασικών αποτελεσμάτων (ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων) με αποτέλεσμα να παραλέιπουν συστηματικά να δώσουν σαφείς πληροφορίες για το δείγμα των ερωτηθέντων (φύλο, ηλικία, γεωγραφική περιοχή), τον τρόπο της συλλογής στοιχείων (τηλεφωνικά ή δια ζώσης, συνέντευξη ή ερωτηματολόγιο), και την κατηγοριοποίηση των δεδομένων (τη συνοπτική καταχώρηση των απαντήσεων σε ομάδες).
Είναι αλήθεια ότι η πρακτική των δημοσκοπήσεων που έχει πια καθιερωθεί και αναμένεται με αγωνία σε όλες τις προεκλογικές περιόδους θέτει περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Από τη διατύπωση των ερωτήσεων μέχρι την επεξεργασία και την παρουσίαση των απαντήσεων, η δουλειά των δημοσκόπων περιλαμβάνει πολλά κρίσιμα στάδια, τα οποία τις περισσότερες φορές αγνοούνται από τον τελικό τους αποδέκτη, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να τους αποδίδει μεγαλύτερη αξία από αυτή που έχουν πραγματικά. Έτσι, πολύ συχνά, όταν ακούμε ή διαβάζουμε μια δημοσκόπηση ξεχνάμε ότι δεν πρόκεται για μία αλάθητη επιστημονική πρόβλεψη, παρά για μία διαδικασία κατά την οποία κάποιοι άνθρωποι καλούνται να απαντήσουν τηλεφωνικά, κατά τη βούλησή τους, και χωρίς καμία υποχρέωση αλήθειας ή κύρωση ψεύδους, σε μία σειρά από ερωτήματα, τα οποία πολλές φορές δεν έχουν θέσει καν οι ίδιοι στον εαυτό τους, και στα οποία όμως απαντούν παρ’όλα αυτά. Με άλλα λόγια, οι απαντήσεις που δίνει κάποιος σε μία άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο μπορεί να είναι αληθείς όσο μπορεί να είναι και ψευδείς, κατασκευασμένες, παραπλανητικές και διεκπεραιωτικές. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που θέλουμε να είμαστε καλοπροαίρετοι και να πιστέψουμε στις απαντήσεις των ερωτηθέντων, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η πρόθεση ψήφου που οι ίδιοι αναγγέλουν δεν αφορά την ώρα της κάλπης, παρά εκείνη ακριβώς τη στιγμή της ερώτησης.
Σε ένα άρθρο που τιτλοφορείται «Ο Τειρεσίας ή η γνώση μας πάνω στα μελλοντικά γεγονότα», ο κοινωνιολόγος Alfred Schütz (1899-1959) υπογράμμιζε ότι, για μας τους κοινούς θνητούς, σε αντίθεση με κάποια θεϊκή ή μυθική οντότητα όπως ο Τειρεσίας, η γλώσσα του ρίσκου και της τύχης είναι η μόνη που ταιριάζει στη δυνατότητά μας να «βλέπουμε» το μέλλον. Συγκεκριμένα σημειώνει: «Για την τρέχουσα καθημερινή σκέψη, όλες οι προβλέψεις γίνονται modo potentiali με όρους τύχης. Λέμε ότι «το τάδε πράγμα» είναι προφανές ή πιθανό να γίνει ή ότι μπορούμε να υποθέσουμε με το μυαλό μας ή να φανταστούμε ότι «το τάδε πράγμα» θα συμβεί. Μόνο λοιπόν με όρους τύχης μπορούν οι προβλέψεις να αναφέρονται στην τυπικότητα των μελλόντων συμβάντων». Το μεγάλο, τώρα, διανοητικό λάθος είναι ότι πολλές φορές ξεχνάμε αυτή την πραγματικότητα και επεξεργαζόμαστε «αυτό που έχει πιθανότητα να συμβεί» σαν κάτι που έχει ήδη συμβεί. Και όταν γίνεται αυτού του είδους η σύγχηση, μπορεί να ακυρωθεί η ίδια η δυνατότητα της πολιτικής, δηλαδή η ίδια η δυνατότητα μιας συλλογικής δράσης, ικανής να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων.
Κοινώς, επειδή οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις προβλέπουν νίκη της ΝΔ στις επερχόμενες εκλογές δε σημαίνει ότι η ΝΔ ήδη κέρδισε. Μία δημοσκόπηση «απειλεί» το εκλογικό αποτέλεσμα μόνο στο βαθμό που αφήνουμε τον εαυτό μας να πιστέψει ότι αυτό που μας περιγράφει θα συμβεί πραγματικά. Το λάθος κατά συνέπεια είναι δικό μας. Οφείλουμε να θυμόμαστε συνέχεια, ότι η αδυναμία των δημοσκοπήσεων να προβλέψουν το μέλλον είναι απόλυτη, όχι εξαιτίας της μεθόδου τους, ούτε εξαιτίας της απουσίας της εγκυρότητάς τους, παρά κυρίως εξαιτίας της ίδιας της φύσης του θεμελιώδους αυτού φαινομένου που αποκαλούμε «χρόνο» - φαινόμενο που συνεπάγεται εξ’ορισμού ότι το παρόν δεν μπορεί να είναι το μέλλον και το μέλλον δεν μπορεί να είναι το παρόν.
Το ενδιαφέρον των δημοσκοπήσεων δεν μπορεί να είναι το ότι μας επιτρέπουν να βλέπουμε το μέλλον όπως ο Τειρεσίας, δηλαδή σαν να είναι ήδη παρόν. Το ένα και μοναδικό τους ενδιαφέρον είναι το ότι μας βοηθούν να προβλέψουμε το μέλλον, σαν απλοί θνητοί που είμαστε, με όρους τύχης και ρίσκου. Αναγκαίο βέβαια είναι, να δράσουμε πολιτικά, και μάλιστα συλλογικά, έτσι ώστε αυτό που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις είναι σήμερα πιθανό να συμβεί, να μη συμβεί πραγματικά την ημέρα των εκλογών.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)