Η εκκίνηση των διαδικασιών εκλογής προέδρου στο ΠΑΣΟΚ ανέσυρε μαζί και ένα ζήτημα, για καιρό ξεχασμένο από τη δημόσια συζήτηση, σχετικά με το ρόλο των μίντια στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και τη δυνατότητά τους να επηρεάζουν την εκλογή αρχηγών και κυβερνήσεων. Ήδη με τη δημοσίευση των πρώτων γκάλοπ, την επομένη κιόλας των εκλογών, που έδιναν προβάδισμα στο Βενιζέλο έναντι του Παπανδρέου, άρχισαν να ψιθυρίζονται από στόμα σε στόμα εκφράσεις του τύπου «θα βγει αυτός που θέλει το Συγκρότητα (Λαμπράκη)» και «τα κανάλια βγάζουν κυβερνήσεις». Μια βδομάδα αργότερα, ελάχιστα λεπτά μετά το περιστατικό της ρίψης του καφέ στον Ε. Βενιζέλο, ο Στέφανος Τζουμάκας ξέσπασε σε ζωντανή μετάδοση σε δημοσιογράφο του ΜΕΓΚΑ (Ι. Χασαπόπουλο) κατηγορώντας δημόσια το Συγκρότημα Λαμπράκη για χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Και ενώ το περιστατικό δεν προβλήθηκε περαιτέρω από τα κανάλια, τις μέρες που ακολούθησαν γίναμε μάρτυρες της δημοσίευσης μιας σειράς άρθρων, από μεγάλα δημοσιογραφικά ονόματα, που έσπευδαν να απαντήσουν, άμεσα ή έμμεσα, στην κατηγορία του Τζουμάκα.
Το χορό έσυρε βέβαια το άρθρο του Πρετεντέρη «Η υποχρέωση της γνώμης», το οποίο ισχυρίζεται ότι οι δημοσιογράφοι και τα μίντια δεν έχουν απλά δικαίωμα αλλά υποχρέωση «να αξιολογούν πρόσωπα και πράγματα της πολιτικής σκηνής και να εκφράζουν άποψη για όσα συμβαίνουν. [...] Από αυτή την υποχρέωση της γνώμης δεν μπορούν να παραιτηθούν σε καμία περίπτωση και για καμία σκοπιμότητα, διότι τότε θα πάψουν να είναι εφημερίδες και δημοσιογράφοι». Η άποψη αυτή του Πρετεντέρη είναι εξόχως ρηξικέλευθη και εντυπωσιάζει όχι τόσο από το περιεχόμενό της αλλά κυρίως από το ίδιο το γεγονός της δημόσιας εκφοράς της.
Σε ένα πρόσφατο παρελθόν, τόσο πρόσφατο που σχεδόν δεν μπορούμε να το ορίσουμε, η δημοσιογραφική ηθική ήταν μία ηθική αντικειμενικότητας. Ο δημοσιογράφος όφειλε να είναι ανεξάρτητος, να εξετάζει τα διαφορετικά ενδεχόμενα και να τα παρουσιάζει στον αναγνώστη κρατώντας ίση απόσταση από τις εμπλεκόμενες πλευρές, τηρώντας τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα και χωρίς να εκφέρει τη δική του γνώμη, ή τη γνώμη κάποιας άλλης «ανώτερης δύναμης», που συχνά αποκαλούμε με τον όρο «συμφέροντα». Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι σε αυτό το πρόσφατο παρελθόν, τα μίντια ήταν πράγματι αντικειμενικά, και ότι οι δημοσιογράφοι δεν έλεγαν τη γνώμη τους (ή τη γνώμη κάποιων άλλων ανθρώπων που ίσως και να είχαν συμφέρον να προωθηθεί δημόσια η γνώμη τους), παρά ότι υποτάσσονταν στον ηθικό καταναγκασμό μιας έστω κατ’επίφαση αντικειμενικότητας, που σε καμία περίπτωση και με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να αμφισβητηθεί δημόσια. Με άλλα λόγια, για να πάρει κάποιος σοβαρά ένα κανάλι ή μία εφημερίδα, αυτά έπρεπε, όχι απαραίτητα να φέρουν, αλλά οπωσδήποτε να λένε ότι φέρουν τη βούλα της αντικειμενικότητας και της ανεξάρτητης και αδέσμευτης δημοσιογραφικής ηθικής. Διαφορετικά, στην περίπτωση που ένα κανάλι ή μία εφημερίδα δεν υιοθετεί τη βιτρίνα της αντικειμενικότητας παρά δηλώνει ρητά και ξεκάθαρα ότι εκφράζει μία πολιτική σκοπιμότητα (όπως π.χ. ο Ριζοσπάστης ή παλιότερα η Εξόρμηση), τότε αυτό δεν αναγνωρίζεται ως μέσο παρά ως όργανο, γεγονός που συνοδεύεται από την απαξίωση της δημοσιογραφικής δουλειάς του.
Αίτημα αντικειμενικότητας λοιπόν, και μάλιστα ισχυρό. Και ακόμα περισσότερο: Κανόνας αντικειμενικότητας και δημοσιογραφική νόρμα, η παραβίαση της οποίας συνεπάγεται απώλεια κύρους και λοιπές ηθικές επιπτώσεις. Ωστόσο, στην περίπτωση της παραβίασης, πρέπει να ορίσουμε δύο επίπεδα: Το επίσημο και το ανεπίσημο. Ανεπίσημα ο κανόνας της αντικειμενικότητας παραβιάζεται συστηματικά από καταβολής μέσων, παραβίαση που δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ. Επίσημα όμως δεν πρέπει να φαίνεται ότι παραβιάζεται και αν αυτό συμβαίνει οι συνέπειες για το μέσο είναι ολέθριες (χάνει το κύρος του, πέφτει η κυκλοφορία του, κλείνει, αλλάζει χέρια ή συνεχίζει να υπάρχει αλλά έχοντας απωλέσει την ίδια τη φύση του ως μέσου). Άρα, παρατηρούμε ότι υπάρχει μία λεπτή γραμμή, που χωρίζει σαν σύνορο, το ψιθύρισμα της φράσης «τα κανάλια βγάζουν κυβερνήσεις» μεταξύ φίλων στο δρόμο ή στο καφενείο και τη δημόσια καταγγελία του Τζουμάκα «το Συγκρότημά σας χειραγωγεί την κοινή γνώμη». Στην πρώτη περίπτωση αυτοί που λένε αυτή τη φράση συμβάλλουν απλά στην κυκλοφορία ενός κουτσομπολιού ήδη γνωστού σε όλους. Στη δεύτερη, περίπτωση, το άτομο που τη λέει μετατρέπει ένα κουτσομπολιό σε δημόσια γνώση που παίρνει τη μορφή καταγγελίας και αναγκάζει τους εμπλεκόμενους να δικαιολογήσουν τη θέση τους και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Δε θα ήταν ίσως άστοχο να πούμε ότι ο κανόνας της αντικειμενικότητας είναι τόσο πρωταρχικός και δομικός για τη φύση των μέσων όσο και ο κανόνας της εξωγαμίας (ή της απαγόρευσης της αιμομιξίας) στις ανθρώπινες κοινωνίες. Η απαγόρευση της αιμομιξίας, κανόνας παγκόσμιας ισχύος και εμβέλειας, καταπατάται συστηματικά αλλά ποτέ επίσημα. Ο κορυφαίος ανθρωπολόγος Μπρόνισλαβ Μαλινόφσκι, όταν μελετούσε την κοινωνία των Τροβριανδών στη χώρα των Παπούα στη Νέα Γουϊνέα, έγινε μάρτυρας του εξής περιστατικού: Ένας νεαρός Τροβριανδός διατηρεί ερωτικές σχέσεις με την ξαδέρφη από τη μεριά της μητέρας του. Το γεγονός είναι γνωστό από όλους στην κοινότητα και φυσικά επικρίνεται ψιθυριστά από στόμα σε στόμα χωρίς ωστόσο να αλλάζει τίποτα, ως τη στιγμή που ένας άλλος νεαρός, που είναι ερωτευμένος με την κοπέλα, κατηγορεί το ζευγάρι μπροστά σε όλη την κοινότητα για αιμομιξία. Η δημόσια αυτή καταγγελία ωθεί την επόμενη μέρα το νεαρό που έχει διαπράξει την αιμομιξία να αυτοκτονήσει μπροστά στα μάτια όλης της κοινότητας πέφτωντας στο κενό.
Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο εγγράφεται και το πρόσφατο περιστατικό των ερωτευμένων εξαδέφων στην Ιεράπετρα που αποφάσισαν να βάλουν τέλος στη ζωή τους πριν από δύο μέρες: Η 17χρονη κοπέλα και ο 24χρονος ξάδερφός της διατηρούσαν εδώ και καιρό ερωτική σχέση, γεγονός που ήταν γνωστό στους φίλους του ζευγαριού. Μόλις το ζευγάρι εξέφρασε την απόφαση να παντρευτεί, δηλαδή να επισφραγίσει δημόσια και επίσημα το δεσμό του, οι οικογένειες τους τους το απαγόρευσαν ντροπιασμένοι. Τα ξαδέρφια μπορεί να μην αυτοκτόνησαν, όπως στην περίπτωση του Τροβριανδού, από ντροπή, η πράξη τους όμως καταδεικνύει ότι συμβιβάστηκαν με την απαγόρευση της αιμομιξίας και αναγνώρισαν ότι το πέρασμα από το ανεπίσημο στο επίσημο ήταν ανέφικτο. Και στις δύο περιπτώσεις οι αυτοκτονίες των εμπλεκόμενων βοήθησαν στην αποκατάσταση της τάξης της κοινότητας που είχε διαταραχτεί με τη δημοσιοποίηση της παρανομίας.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι η παραβίαση του κανόνα δεν έχει επιπτώσεις για τους καταπατητές του παρά μόνο στην περίπτωση που κάποιος τους καταγγείλει δημόσια. Αλλά για να ξαναγυρίσουμε στα μίντια, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτή την ιστορία δεν είναι η στιγμή της καταγγελίας (η δήλωση του Τζουμάκα) αλλά η στιγμή της ανάληψης της ευθύνης (άρθρο Πρετεντέρη) που στοχεύει στην αποκατάσταση της τάξης.
Ο Πρετεντέρης όχι μόνο δεν «αυτοκτονεί» από ντροπή, αλλά, χωρίς καν να αρνηθεί την παραβίαση του κανόνα της αντικειμενικότητας, παρουσιάζει δημόσια μία καινούρια δημοσιογραφική ηθική, κύριος άξονας της οποίας, είναι η γνώμη. Σύμφωνα με αυτή τη νέα ηθική, ο δημοσιογράφος δεν είναι απλός και αντικειμενικός διαμεσολαβητής της είδησης αλλά ένα είδος κριτικού σχολιαστή, άρα ένα είδος αυθεντίας, ο οποίος φροντίζει να δώσει στον ακροατή, τον τηλεθεατή ή τον αναγνώστη την είδηση μαζί με το σχόλιο της και μαζί με μία γνώμη πάνω στο θέμα της, και πολύ συχνά, μόνο το σχόλιο και τη γνώμη χωρίς την είδηση. Χαρακτηριστικό δείγμα της νέας αυτής κατάστασης είναι το βραδινό δελτίο του MEGA, στο οποίο αφού η παρουσιάστρια καλησπερίσει τους τηλεθεατές, αντί να αρχίσει μία καταγραφή της επικαιρότητας, ανακοινώνει ένα προς συζήτηση θέμα και το κουβεντιάζει με άλλους δημοσιογράφους – συζητητές.
Το ερώτημα τώρα που προκύπτει από αυτή τη νέα κατάσταση, η οποία όχι μόνο συμβαίνει, αλλά μετά το άρθρο του Πρετεντέρη και την παντελή απουσία κριτικής πάνω σε αυτό είναι και κατοχυρωμένη, είναι εκ νέου το πρωταρχικό ερώτημα του ρόλου των μίντια.
Στους διανοητές του φιλελευθερισμού (από το Λοκ μέχρι τον Μοντεσκιέ), οι ατομικές μας ελευθερίες δεν είναι εγγυημένες παρά μόνο στη βάση του αμοιβαίου ελέγχου ανάμεσα στις τρεις εξουσίες, την εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική. Από κάποια στιγμή και μετά (θα λέγαμε ότι ίσως αυτή η στιγμή είναι η υπόθεση Ντρέυφους) προστέθηκε και μία τέταρτη εξουσία, αυτή των μίντια. Απαραίτητη προϋπόθεση της δυνατότητας ελέγχου των τριών εξουσιών από τα μίντια είναι βέβαια η αντικειμενικότητα αλλά και ο έλεγχος των μίντια από τις άλλες τρεις εξουσίες.
Έχω ωστόσο την αίσθηση τον τελευταίο καιρό, ότι η εξουσία των μίντια αυξάνει ενώ ο έλεγχος και η κριτική που ασκείται από τις άλλες εξουσίες ή από τους ίδιους τους πολίτες πάνω σε αυτά μειώνεται. Και μπορεί, ο Πρετεντέρης, η Τρέμη κι ο Τσίμας να μη μας δίνουν τη γνώμη κάποιων «συμφερόντων», παρά απλά και μόνο, όπως λένε, τη δική τους γνώμη, πότε όμως κάποιος από μας τη ζήτησε; Και από που εν πάσει περιπτώσει αντλούν όλοι αυτοί οι δημοσιογράφοι την αυθεντία τους;
Τελικά βρισκόμαστε σήμερα πολύ μακριά από την εποχή που ο κοινωνιολόγος Gabriel Tarde, το 1913 καθησύχαζε, λέγοντας ότι η πολιτική λειτουργία των μίντια είναι απλά και μόνο το να μας συγχρονίσουν και να ωθήσουν την ίδια στιγμή μία μάζα ατόμων που δε γνωρίζονται μεταξύ τους και που δε θα συναντηθούν ποτέ, να ενδιαφερθούν μαζικά για ένα γεγονός, κινητοποιημένοι από τη γνώση ότι αυτό το γεγονός ενδιαφέρει και άλλους. Πολύ μακριά επίσης και από την εποχή που οι αμερικάνοι κοινωνιολόγοι Mc Combs και Shaw, ξανάπιασαν το 1970 την ιδέα του Tarde, λέγοντας πως τα μέσα δεν μας λένε «τι πρέπει να σκεφτούμε αλλά πάνω σε τι πρέπει να σκεφτούμε».
Εμείς μάλλον θα πρέπει να ξαναπιάσουμε σοβάρα την ιδέα του Πρετεντέρη, που αναγνωρίζει αυτόβουλα στον εαυτό του και στον εαυτό των συναδέλφων του την υποχρέωση (!) να έχει γνώμη επί παντός επί στητού και να τη λέει δημόσια, χωρίς κανένας να τον ελέγχει και χωρίς καμία δημόσια καταγγελία να τον αγγίζει, και να σκεφτούμε, ως πολίτες με ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα, αν τελικά αυτά είναι τα μίντια που θέλουμε να έχουμε. Μήπως επιτέλους χρειαζόμαστε μία πέμπτη εξουσία;
Μην πάτε μακριά. Στα μπλογκ αναφέρομαι.
Υ.Γ. Ευχαριστώ για τα μηνύματά σας όλον αυτό το μήνα που, λόγω φόρτου εργασίας, το σημείο βρασμού είχε πέσει σε μια μικρή φθινοπωρινή νάρκη. Το μπλογκ συνεχίζεται κανονικά, με πάσα τιμή και χωρίς επίφυλαξη.