Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

Δημόσιες καταγγελίες και ηθικές υποθέσεις (Από το homo sucker στο homo sacer)

Η κατάσχεση του έργου της Εύας Στεφανή και η σύλληψη του γκαλερίστα Μιχάλη Αργυρού της Art Athina ήρθαν μόλις λίγες μερές μετά τις καταγγελίες για το περιεχόμενο της εκπομπής «je t’aime» της Αννίτας Πάνια. Δύο γεγονότα που μοιάζουν μεταξύ τους σχεδόν όσο διαφέρουν. Δύο ανώνυμες καταγγελίες με αφορμή το ηθικό (και όχι το αισθητικό) περιεχόμενο δύο διαφορετικών καλλιτεχνικών εκφράσεων, σε δύο διαφορετικούς χώρους που είχαν ως αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν οι κρατικοί μηχανισμοί ελέγχου και καταστολής (ΕΣΡ, Αστυνομία) φέρνοντας τους «ενόχους» ενώπιον της δικαιοσύνης και τα «έργα» τους ενώπιον της δημόσιας κρίσης. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις η επίδικη συμπεριφορά είναι η ίδια: ο εξευτελισμός αυτού που θεωρείται ιερό. Στη μια περίπτωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην άλλη περίπτωση των εθνικών συμβόλων. Για να κατανοήσουμε τις δύο αυτές υποθέσεις, που ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα, χρειάζεται να παρακολουθήσουμε τη θέση που πήραν οι δύο πλευρές (των κατηγόρων και των κατηγορουμένων) και να αναρωτηθούμε αν τα επιχειρήματά τους θεμελιώνονται ή όχι. Θα ασχοληθώ εδώ με την υπόθεση του je t’aime γιατί με ενδιαφέρει περισσότερο, κυρίως λόγω των πολιτικών της προεκτάσεων.
Μια ταλαντούχα TV περσόνα, που έθεσε τους όρους της ελληνικής trash τηλεοπτικής παραγωγής και που πετυχαίνει ολοένα και υψηλότερες ακροαματικότητες, τίθεται υπό εξέταση με την κατηγορία ότι στην εκπομπή της εκμεταλλεύεται ανθρώπους με αναπηρία προσβάλλοντας την αξιοπρέπειά τους. Οι εν λόγω δε άνθρωποι είναι, σύμφωνα με τους καταγγέλοντες, ανήμποροι να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ακριβώς εξαιτίας της αναπηρίας τους, και έχουν ανάγκη από έξωθεν υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους. Την θέση αυτή υιοθέτησαν οι σύλλογοι που εκπροσωπούν τα δικαιώματα των αναπήρων και υποστηρίχτηκαν στη Βουλή με την ερώτηση που κατέθεσε ο βουλευτής του Συνασπισμού Θανάσης Λεβέντης. Από την άλλη μεριά τώρα, υπάρχει η θέση των ίδιων των ενδιαφερόμενων ατόμων, που έρχεται κυρίως ως απάντηση στην παραπάνω κατηγορία. «Ολοι εμείς που συμμετέχουμε στην εκπομπή», λέει ο Κωνσταντίνος Παρασκευάς, «δεν βγήκαμε από κανένα ίδρυμα ούτε και μας "μαζέψανε" από κάποιο άσυλο. Αυτά είναι γελοία πράγματα και μας θίγουν. Είμαστε μέλη της κοινωνίας, με οικογένειες, δουλειές, φίλους όπως κι εσείς. Το να θεωρείτε ότι έχω ψυχολογικά προβλήματα είναι λυπηρό και άστοχο. Σας ενοχλεί η εικόνα μου, το ότι δεν είμαι σαν παρουσιαστής ειδήσεων, το ντύσιμό μου, η προφορά μου; Τι απ’όλα θεωρείτε υποβαθμισμένο;» Ταυτόχρονα, ο Θανάσης Ηλίας λέει: «Είμαι 39 χρόνων κι εργάζομαι ως υπάλληλος στα ΤΕΙ Αθήνας. Εχω εκπληρώσει τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις κι έχω δουλέψει και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Θεωρώ ότι είναι πολύ άσχημο και βαριά προσβλητικό για εμένα, τους συγγενείς και τους φίλους μου να διαδίδεται στον κόσμο ότι έχω ψυχολογικά προβλήματα, ότι χρειάζομαι παρακολούθηση και ότι με εκμεταλλεύεται και με γελοιοποιεί η κυρία Πάνια ή οποιοσδήποτε άλλος».
Το πρώτο πράγμα που μπορούμε να παρατηρήσουμε σε αυτή τη διαμάχη είναι ότι ο ισχυρισμός της προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας χρησιμοποιείται εξίσου και από τα δύο στρατόπεδα. Από τη μια μεριά, οι εκπρόσωποι των αναπήρων κατηγορούν την Πάνια και το κανάλι για εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης αναπηρίας και από την άλλη, οι ενδιαφερόμενοι –φερόμενοι ως ανάπηροι– κατηγορούν συλλήβδην τους καταγγέλοντες για τον ισχυρισμό της αναπηρίας τους. Σύμφωνα με τους τραγουδιστές του je t’aime, η ανθρώπινη τους αξιοπρέπεια προσβάλλεται όταν δεν τους αναγνωρίζεται η υγεία τους και η ικανότητα τους να υπερασπίζονται τον εαυτό τους, και όχι όταν τραγουδάνε και εκτίθενται με τη συγκατάθεσή τους στην τηλεοπτική εκπομπή.
Δεύτερον, το επιχείρημα του εξευτελισμού στη βάση της αναπηρίας θέτει ένα βασικό ερμηνευτικό πρόβλημα και γρήγορα οδηγεί σε λογικό κενό. Η λογική του είναι η εξής: «Πρέπει να παρέμβουμε και να «σώσουμε» τους ανάπηρους που εξευτελίζονται, και οι οποίοι εξευτελίζονται ακριβώς επειδή είναι ανάπηροι». Αν όμως, δεχτούμε τελικά ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν νοητική υστέρηση και ότι αντίθετα έχουν πλήρη επίγνωση των πράξεων τους – κάτι που είναι πολύ λογικό εξάλλου, μιας και η υποτιθέμενη υστέρησή τους δεν είναι αναγνωρίσιμη παρά μόνο από το ίδιο το γεγονός ότι δέχονται να «εξευτελιστούν» – τότε, η απαίτηση των καταγγελόντων να πάψει ο δημόσιος «εξευτελισμός» των αναπήρων δεν μπορεί να στηριχτεί. Οδηγούμαστε λοιπόν να διατυπώσουμε το εξής ερώτημα: Μας ενοχλεί ο εξευτελισμός των αναπήρων, που ως ανάπηροι είναι απροστάτευτοι και ανυπεράσπιστοι, ή μας ενοχλεί ο εξευτελισμός γενικά; Και αν απαντήσουμε θετικά στο δεύτερο σκέλος, τότε τι συμβαίνει στην περίπτωση που το αντικείμενο του εξευτελισμού τον υπόκειται με την ίδια τη συγκατάθεσή του (γιατί μπορεί να βρίσκει π.χ. κάποιου είδους ηδονή σε αυτό τον εξευτελισμό ή κάποιο άλλο υλικό όφελος, όπως χρήματικό κέρδος); Πρέπει και σε αυτή την περίπτωση να παρέμβει μία εξωτερική αρχή με στόχο να βάλει την αξία της αξιοπρέπειας πάνω από την αξία της ατομικής ελευθερίας;
Το ερώτημα αυτό ανοίγει το δρόμο σε δύο διαφορετικά ηθικά και πολιτικά ενδεχόμενα. Το ένα δίνει προτεραιότητα στην αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα στις διάφορες αρχές του κράτους να λειτουργούν ως πρακτικές αυθεντίες παρεμβαίνοντας όπου χρειάζεται και υποδεικνύοντας ή απαγορεύοντας ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές. Το άλλο αναγνωρίζει ως ανώτερη την αξία της ατομικής ελευθερίας, αφήνοντας τους ανθρώπους να δρουν σύμφωνα με τη δική τους βούληση στη βάση της ατομικής τους αυτονομίας. Σε ένα θεωρητικό επίπεδο, το πρώτο ενδεχόμενο αντανακλά το μοντέλο ένος κράτους πατερναλιστικού, το δεύτερο ενός κράτους φιλελεύθερου. Σε επίπεδο όμως πραγματικής πολιτικής διακυβέρνησης, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Σχεδόν όλες οι σύγχρονες ευρωπαϊκές δημοκρατίες έχουν υιοθετήσει ένα «ανάμικτο» μοντέλο, φιλελεύθερο όταν πρόκειται για την ιδιωτική ζωή των ατόμων και πατερναλιστικό όταν πρόκειται για δημόσιες εκφράσεις και συμπεριφορές.
Τα όρια όμως του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου είναι δύσκολο να καθοριστούν σαφώς, με αποτέλεσμα η κρατική παρέμβαση να επεκτείνεται πολύ συχνά πέρα από το δημόσιο χώρο της αρμοδιότητάς της. Ενδεικτικά αναφέρω μία περίφημη υπόθεση της γαλλικής νομολογίας, στην οποία ο δήμαρχος μιας πόλης εξέδωσε διοικητική πράξη εις βάρος μίας ντισκοτέκ που απασχολούσε ένα νάνο τον οποίο οι θαμώνες του μαγαζιού είχαν τη δυνατότητα να πετούν ως ανθρώπινη μπάλα πάνω από τα τραπέζια τους. Παρά τη διαβεβαίωση του νάνου ότι ό ίδιος είχε επιλέξει να κάνει αυτή τη δουλειά μιας και δεν ένιωθε να εξευτελίζεται ενώ ταυτόχρονα του επέτρεπε να βγάζει πολλά χρήματα, η ντισκοτέκ αναγκάστηκε να τον απολύσει. Ο νάνος φυσικά δήλωσε περισσότερο εξευτελισμένος με την απόφαση αυτή, γιατί του στερούσε το δικαίωμά του να εργάζεται και τον αντιμετώπιζε ως ανίκανο να αποφασίζει για τον εαυτό του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο η περίπτωση του ζεταίμ όσο και η υπόθεση του νάνου εγγράφονται σε μία γενικότερη προσπάθεια των σύγχρονων δημοκρατιών να υπερασπίζονται την αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, προσπάθεια που όμως τελικά αποτυγχάνει. Γιατί, αντί να εξαλείφονται οι ιδιαιτερότητες που εγκαθιδρύουν τις διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, οι ιδιαιτερότητες αυτές τονίζονται και επιδεικνύονται σε τέτοιο βαθμό, που όχι μόνο δεν οδηγούν στην εξάλειψη των διαφορών, αλλά επιπλέον οδηγούν στη νομιμοποίησή τους. Το ελάττωμα και η αναπηρία δεν αντιμετωπίζονται ως απλές ανθρώπινες καταστάσεις ανάμεσα σε τόσες άλλες, παρά σαν καταστάσεις εξαιρετικές, σχεδόν ιερές, τις οποίες πρέπει πάση θυσία να προστατεύσουμε ως έχουν. Οι «ανάπηροι» του je t’aime, που φαίνονται να διαφορποιούνται από τα στάνταρ της ανθρώπινης κανονικότητας, γίνονται τα προνομιούχα αντικείμενα της «ανθρωπιάς» του κράτους, το οποίο αναλαμβάνει να τα φροντίσει με τρόπο ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Η «χαζομάρα» τους ιεροποιείται, με αποτέλεσμα, έτσι ιεροποιημένη, να μην μπορεί να πειραχτεί ή να αμφισβητηθεί.
Υπάρχει όμως και ένας ποιοτικός παράγων ο οποίος μου φαίνεται καίριος και στον οποίο έχει ενδιαφέρον να αναφερθούμε. Αφορά την έννοια του εξευτελισμού και τη δυσκολία που έχουμε να την προσδιορίσουμε. Ο εξευτελισμός είναι κάτι που μπορεί να βιώνουμε συχνά στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, όταν π.χ. κάποιος μας επιπλήτει ή μας εκθέτει δημόσια, όταν κάποιος εκμεταλλεύεται την ανωτερότητά του για να επιβληθεί κτλ. Τα περιστατικά όμως αυτά δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την κρατική παρέμβαση. Για να βρούμε λοιπόν πότε αυτή είναι νομιμοποιημένη, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε μία ποιοτική ανάλυση του νοήματός του. Ας μιλήσουμε με παραδείγματα. Γιατί στην περίπτωση του νάνου που τα βράδυα μεταμορφώνεται σε ανθρώπινη μπάλα η κρατική παρέμβαση νομιμοποιείται ενώ αντίθετα στον νάνο που παίζει π.χ. τον Άριελ, το ξωτικό, στην Τρικυμία του Σαίξπηρ δεν τίθεται καν θέμα παρέμβασης; Και στις δύο περιπτώσεις, οι νάνοι χρησιμοποιούν την ιδιαιτερότητά τους για να βιοποριστούν, εκτίθενται, γίνονται θέαμα και χειροκροτούνται. Και απ’ότι λένε, και οι δύο επέλεξαν μόνοι τους να κάνουν αυτοί τη δουλειά και είναι ευχαριστημένοι. Που ξεκινάει λοιπόν, ο εξευτελισμός και που τελειώνει; Γιατί στην μία περίπτωση το σώμα του νάνου θεωρείται ότι γίνεται αντικείμενο εξευτελισμού ενώ στην άλλη αντικείμενο τέχνης; Και τελικά πότε αρχίζει το δικαιώμα του φιλελεύθερου κράτους να γίνεται πατερναλιστικό και να παρεμβαίνει στη φιλελεύθερη «σχέση που έχει το άτομο με τον εαυτό του»;
Τελικά η συσχέτιση του εξευτελισμού, ως ανήθικης πράξης, με μία αντίληψη για την αισθητική είναι αναπόφευκτη. Οι ανθρώπινες συμπεριφορές αξιολογούνται σχεδόν όπως τα έργα τέχνης. Κάποιες είναι απρόβλεπτες, προκλητικές και άρα λογοκρίνονται, κάποιες είναι αναμενόμενες, κανονικές και άρα επιτρέπονται. Τόσο το je t’aime όσο και το video αρτ της Εύας Στεφανή εντάσσονται στην πρώτη κατηγορία. Σοκάρουν, το ένα για τον «οπισθοδρομισμό» του, το άλλο για το ριζοσπαστισμό του. Αλλά κυρίως σοκάρουν, όχι επειδή υπάρχουν, αλλά γιατί πάντα θα υπάρχει κόσμος που θα θέλει να τα δει και θα του αρέσουν. Και ενώ στην περίπτωση του αυτόβουλου εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας η κρατική παρέμβαση θα μπορούσε ίσως και να θεωρηθεί δικαιολογημένη, στην περίπτωση της τέχνης δε δικαιολογείται ποτέ.

15 σχόλια:

Γιώργος Σταματιάδης είπε...

Χαριτίνη,
Ο Γιάννης Χάρης ασχολείται κι αυτός στο σαββατιάτικο κείμενό του στα Νέα με την εκπομπή «Je t’aime» και το θόρυβο που έχει ξεσπάσει τελευταία. Ας πιάσω κι εγώ το νήμα από εκεί που το αφήσαμε με την τελευταία μας κουβέντα γύρω από το προηγούμενό σου κείμενο. Στην ταινία Good Will Hunting του Γκας Βαν Σαντ ακούγεται από τα χείλη του πρωταγωνιστή (Ματ Ντέιμον), που υπερασπίζεται τον εαυτό του στο δικαστήριο, ο εξής ορισμός της ελευθερίας : «ελευθερία είναι το δικαίωμα της ψυχής να αναπνέει». Δυσκολεύομαι να κατατάξω αυτό τον ορισμό σε μια φιλελεύθερη, σοσιαλιστική ή άλλη παράδοση. Μου μεταδίδει μια εικόνα ενός πνεύμονα φυσικά, ο οποίος βρίσκεται εν ζωή, σε δραστηριότητα. Παραπέμπει σε μια ευαισθησία προς τα εξωτερικά ερεθίσματα, καθόσον το να αναπνέουμε δεν είναι μια εσωτερική αποκλειστικά λειτουργία του οργανισμού μας, αλλά μας φέρνει άμεσα σε επαφή με τον έξω κόσμο. Αν στερηθεί το οξυγόνο που του παρέχει το (κοινωνικό) περιβάλλον, ο πνεύμονας (η ψυχή) θα μαραζώσει, θα τελειώσει. Και γιατί δικαίωμα ; Γιατί παράγονται υποχρεώσεις για τους τρίτους (και το κράτος βέβαια). Μπορεί λοιπόν να φαίνεται ατομικιστικός ο ορισμός, ωστόσο δεν είναι. Ελπίζω αυτή η μικρή εισαγωγή να φωτίσει και να φωτιστεί από τη συνέχεια του κειμένου μου.
Τη στιγμή που γράφω ακούω το «Let it bleed» των Rolling Stones. Πρόκειται για ένα δίσκο που μ’αρέσει, αλλά δεν που τοποθετώ στους πολύ αγαπημένους μου. Ωστόσο καταλαβαίνω για ποιους λόγους οι μουσικοκριτικοί τον κατατάσσουν στους καλύτερους όλων των εποχών. Αν, για να κάνω ένα σκληρό πείραμα, καλέσω τους γονείς μου και τους βάλω να ακούσουν το δίσκο, οι άνθρωποι θα σηκωθούν να φύγουν στα πρώτα λεπτά ή θα μου ζητήσουν να αλλάξω μουσική. Το ίδιο θα συμβεί και με το 90% των φαντάρων με τους οποίους υπηρέτησα στο στρατό. «Τί είναι αυτά που βάζεις, βάλε κάτι πιο χαρούμενο, κάτι σε ελληνικά δεν έχεις ;», θα είναι κατά πάσα πιθανότητα οι απαντήσεις τους. Μπορούμε εντέλει να συζητήσουμε περί γούστων και χρωμάτων ; Πιστεύω πως ναι, αρκεί να το κάνουμε με ανθρώπους που έχουν παρόμοια «ιστορία» με μας. Ορισμένοι αρέσκονται να υποστηρίζουν την οικουμενικότητα κάποιων μεγάλων έργων τέχνης. Ένας πίνακας του Ντα Βίντσι ή τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Μπαχ ξεπερνούν σύνορα και εποχές. Όντως έτσι είναι, αλλά η ουσιαστική (κι όχι για λόγους εντυπωσιασμού) αναγνώριση του μεγαλείου τους προϋποθέτει δυο πράγματα : την ύπαρξη στο δέκτη-κριτή μιας προσωπικής ευαισθησίας, καθώς και τη συνεχή καλλιέργειά αυτής σε ένα καθεστώς ελευθερίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στα μέλη της ίδιας οικογένειας μπορεί να συναντήσεις διαμετρικά αντίθετες στάσεις απέναντι στην τέχνη. Οι αξιολογικές κρίσεις θα πρέπει επίσης να σέβονται και την αυτονομία της τέχνης, η οποία υπόκειται στους δικούς της κανόνες. Ένα αληθινό έργο τέχνης δεν καθοδηγεί και ηθικολογεί, αλλά αφήνει το θεατή να συνάγει μόνος του τα συμπεράσματά του (Baudelaire).
Το «Je t’aime» τίθεται φυσικά στον αντίποδα όλης αυτής της προβληματικής. Προσωπικά δεν παρακολουθώ την εκπομπή, αλλά μου έχει τύχει να ξεκαρδιστώ βλέποντας στο youtube τα μαθήματα γαλλικών του Κάτμαν ή ακόμα και να ακούσω αποσπάσματα από τα «τραγούδια». Είναι κακό να γελάει κανείς με την αδυναμία των άλλων ; Σε αυτό το σημείο πρέπει να προσέξουμε. Η διακωμώδηση δεν γίνεται «καθαρά» και «αυτόματα», αλλά εμφιλοχωρεί η διάσταση της σκηνοθεσίας. Έχει τονιστεί επανειλημμένως ότι η συμμετοχή στην εκπομπή γίνεται σε εθελοντική βάση. Το «κάστινγκ» μάλιστα ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες τηλεοπτικές νόρμες, και κατ’επέκταση, όσο και αν ξενίζει ή σοκάρει αυτό, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι οι συγκεκριμένοι τύποι έχουν «ταλέντο». Ναι μεν δίψα για αναγνώριση και προβολή, αλλά αυτή δεν αρκεί για να υπάρξει καθιέρωση. Παιδαγωγικότατο το μήνυμα του Trading Places με τους Μέρφι και Ακρόιντ, αλλά δεν νομίζω ότι αρκεί να αλλάξουν ξαφνικά οι συνθήκες που περιβάλλουν τη ζωή ενός ατόμου, για να επιτύχει αυτός σε έναν τομέα είτε επαγγελματικό είτε καλλιτεχνικό κοκ.
Συνοψίζοντας, οι πρωταγωνιστές του «Je t’aime» έχουν «ταλέντο» που αναδεικνύεται χάρη σε μια σκηνοθεσία. Επομένως είναι λάθος να εστιάζεται από τους δημοσιογράφους ή τις αρχές το «πρόβλημα» στα συγκεκριμένα άτομα. Αυτοί μάλλον καλά περνάνε, καλύτερα από πολλούς άλλους που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης σε άλλους εργασιακούς χώρους για λιγότερα –φαντάζομαι- χρήματα. Το πρόβλημα είναι ουσιαστικότερο και έχει να κάνει με την ποιότητα της τηλεόρασης και τη δεκτικότητα του κοινού σε αυτές τις εκπομπές. Είναι αδιανόητο, για μην πω επικίνδυνο ή και φασιστικό, να εξαναγκάζεις τους πολίτες να ακούνε Μπετόβεν ή Ξενάκη. Το κράτος πρέπει να μεριμνά ώστε αυτά τα έργα τέχνης να είναι προσιτά στο ευρύ κοινό, με διάφορες ενεργείς πολιτικές. Το κοινό, ωστόσο, θα συνεχίσει να έλκεται από εκπομπές τύπου «Je t’aime» όσο κυριαρχεί στην εποχή μας ο κομφορμισμός. Το «πρόβλημα» εντοπίζεται στην έλλειψη γενικής κουλτούρας και στην αδυναμία του κράτους να προσφέρει σοβαρές εναλλακτικές επιλογές και ευρύτερη καλλιτεχνική παιδεία.
Ο Μπέρναρντ Σο έχει πει ότι η δημοκρατία είναι ο μηχανισμός που μας επιτρέπει να μην έχουμε χειρότερη κυβέρνηση από αυτή που αξίζουμε. Είναι ζήτημα αρχής να υπάρχει ελευθερία στην τηλεόραση. Αλλά η δημοκρατία, ως το πολίτευμα που εγγυάται την ελευθερία, δεν στηρίζεται στο πουθενά, αλλά έχει την ανάγκη αυτού που ο Καστοριάδης ονομάζει régime des mœurs, ενός «καθεστώτος ηθών», που θα περιορίζει την κυρίαρχη βούληση. Οι πρωταγωνιστές του «Je t’aime» δεν πάσχουν από κάποια βαριά σωματική ή πνευματική αναπηρία, εκτός αν η επιτυχία στην τηλεόραση όντως προϋποθέτει ευφυΐα κάτω του επιπέδου Forrest Gump. Δεν το πιστεύω όμως. Στη βάση του προβληματισμού σου Χαριτίνη να σημειώσω ότι ένα κράτος ανήμπορο να διαχειριστεί τα πραγματικά ζητήματα εκμετάλλευσης και αδικίας, επιδιώκει να εμφανίσει το ανθρώπινό του πρόσωπο με μιντιακούς καθαρά όρους. Πέφτει θύμα της τηλεοπτικής λογικής, που επιδιώκει να εμφανίζει ως συμβαίνον μόνο το μεταδιδόμενο μέσω των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Με τις αποφάσεις του το ΕΣΡ δίνει την εντύπωση ότι θέλει να αναγάγει την τηλεόραση σε ένα πομπό μιας ηθικής καθαρότητας και εθνικής συνοχής, τη στιγμή που προελαύνει ο ατομικισμός στην ελληνική κοινωνία. Της ζητά να επιτελέσει μια υπεραναπληρωτική λειτουργία, δεδομένου ότι παραδοσιακοί θεσμοί και μηχανισμοί δέχονται, καλώς ή κακώς, τη διαβρωτική επίθεση της από δυσμών πολιτιστικής επανάστασης (βλ. και το πρόστιμο για το φιλί μεταξύ ομοφυλόφιλων ανδρών). Το εικονικό θα πάρει την εκδίκηση από το πραγματικό που δεν μπορούμε να τιθασεύσουμε.
Όλα αυτά όμως συνιστούν στρουθοκαμηλικές λύσεις. Ας επικεντρωθεί καλύτερα το ελληνικό κράτος στην εξάλειψη των συνθηκών που παράγουν την ανάγκη για αναγνώριση ή προσπορισμό χρημάτων μέσω της τηλεόρασης και ας προσφέρει ουσιαστική παιδεία στους Έλληνες. Τότε θα πάψει να τίθεται εκ των προτέρων το ζήτημα του «Αν σ’αγαπώ (τηλεόραση)».

thas είπε...

Kαλώς ήλθες κατ' αρχάς και μεγειά το πολύ ενδιαφέρον μπλογκ σου! Μ’ άρεσε η συστηματικότητα και η προσοχή με την οποία προσεγγίζεις το θέμα. Επειδή έχω γράψει κι εγώ σχετικά, έχω μπει μάλιστα σε ατελείωτες συζητήσεις με φίλους ή διαδικτυακώς, θα 'θελα να σχολιάσω ένα δυο σημεία του κειμένου σου.

Δεύτερον, το επιχείρημα του εξευτελισμού στη βάση της αναπηρίας θέτει ένα βασικό ερμηνευτικό πρόβλημα και γρήγορα οδηγεί σε λογικό κενό. Η λογική του είναι η εξής: «Πρέπει να παρέμβουμε και να «σώσουμε» τους ανάπηρους που εξευτελίζονται, και οι οποίοι εξευτελίζονται ακριβώς επειδή είναι ανάπηροι».

Κατά τη γνώμη μου δεν εξευτελίζονται επειδή είναι ανάπηροι. (άλλωστε το 90 τοις εκατό όσων συμμετέχουν δεν έχει κανένα πρόβλημα νοητικής ή άλλη υστέρησης.) Εξευτελίζονται επειδή σκηνοθετούνται σε ρόλους που απαιτούν δεξιότητες. Εξευτελίζονται επειδή εκτός από τραγούδι (που τα πάνε καλά) αναγκάζονται να παίξουν και θέατρο (που δεν τα καταφέρνουν). Εξευτελίζονται τελικά επειδή η τηλεόραση και η άγρια σκηνοθεσία της μεγεθύνουν λεπτομέρειες και μικροελαττώματα καθημερινών ανθρώπων. Εκεί θα έπρεπε να εστιάσει η υπεράσπιση και όχι στην ανύπαρκτη ή έστω αμφιλεγόμενη «αναπηρία» τους.

Μας ενοχλεί ο εξευτελισμός των αναπήρων, που ως ανάπηροι είναι απροστάτευτοι και ανυπεράσπιστοι, ή μας ενοχλεί ο εξευτελισμός γενικά; Και αν απαντήσουμε θετικά στο δεύτερο σκέλος, τότε τι συμβαίνει στην περίπτωση που το αντικείμενο του εξευτελισμού τον υπόκειται με την ίδια τη συγκατάθεσή του (γιατί μπορεί να βρίσκει π.χ. κάποιου είδους ηδονή σε αυτό τον εξευτελισμό ή κάποιο άλλο υλικό όφελος, όπως χρήματικό κέρδος); Πρέπει και σε αυτή την περίπτωση να παρέμβει μία εξωτερική αρχή με στόχο να βάλει την αξία της αξιοπρέπειας πάνω από την αξία της ατομικής ελευθερίας;

Η ατομική μας ελευθερία είναι, νομίζω, παγιδευμένη. Μπορώ να διατείνομαι ότι θέλω να έχω την ελευθερία μου να καπνίζω αλλά πρέπει να θυμάμαι ότι άρχισα το κάπνισμα σε μια εποχή που οι καπνοβιομηχανίες απέκρυβαν τα πορίσματα των ερευνών για τις συνέπειες στην υγεία. Δεν πρέπει να ξεχνώ ότι είμαι θύμα της γοητείας του life style και μιας κοινωνικής συνθήκης που «επιβάλλει», ας πούμε, τα κινητά τηλέφωνα, πριν γίνουν γνωστοί οι κίνδυνοι.
Ας το δούμε κι αλλιώς. Η διείσδυση της τηλεόρασης είναι τεράστια. Εξού και εκατοντάδες άνθρωποι συμμετέχουν διαρκώς στα παιχνίδια και τα ριάλιτι.
Κανείς δεν φαίνεται δυστυχής. Όλοι μετέχουν εκουσίως. Αλλά και κανείς δεν ξέρει τι ακολουθεί στο σπίτι, στη γειτονιά κλπ, μετά τις τρομακτικές αποκαλύψεις των ενδοοικογενειακών τους συγκρούσεων. Ποια ήταν η τύχη των εκατοντάδων ανθρώπων που πέρασαν από τον Μικρούτσικο και την Πάνια όλα αυτά τα χρόνια; Πώς συνυπάρχουν μετά από τόσο «δημόσιο» βρισίδι;


Γιατί στην μία περίπτωση το σώμα του νάνου θεωρείται ότι γίνεται αντικείμενο εξευτελισμού ενώ στην άλλη αντικείμενο τέχνης;

Για τον ίδιο λόγο, υποθέτω, που θεωρείται εξευτελιστική η διάθεση του σώματος στην πορνεία ή την εκούσια δουλεία. Αναγνωρίζεται άτυπα η λειτουργία μιας κοινωνικής εξώθησης του υποκειμένου σε κάτι που το ίδιο δεν είναι ακριβώς “ελεύθερο» να αποφασίσει. Η επιλογή γίνεται κάτω από το βάρος της οικονομικής ανέχειας, εκβιασμών, πλύσης εγκεφάλου κλπ. Ο καπιταλισμός στα άγριά του.

***

Πάντως, το γεγονός ότι τόσος κόσμος αντιδρά σ’ αυτή την τηλεοπτική εκπομπή ενώ, ανέχεται, ας πούμε τη βία ή το πορνό σε πολύ μεγαλύτερες δόσεις, σημαίνει, πιστεύω, κάτι. Ότι υπάρχει ένα συμβολικό όριο το οποίο ο ίδιος ο τηλεθεατής (η ίδια η κοινωνία) θέλει να θέσει στον εαυτό του. Σαν να νιώθει ότι η ίδια η αυτοεικόνα του προσβάλλεται, καθώς εγκλωβίζεται ή έστω αφήνεται και «απολαμβάνει» ένα τέτοιο θέαμα που αφορά το «κατώτερο» κομμάτι του, εκείνο των ενστίκτων που θέλει να ξορκίσει.

Ανώνυμος είπε...

Κυρία Χαριτίνη

Μπορείτε να εξηγήσετε περισσότερο τη σύνδεση που κάνετε μεταξύ του ζητήματος του jetaime και του βιβλίου του Agamben; Δυσκολεύομαι.

Ανώνυμος είπε...

Μερικές σκέψεις πάνω χτο ζήτημα.
α) Ο Agamben κολάει ακριβώς στο γεγονός ότι ο νάνος ή οι υποτιθέμενα "περιορισμένης αντίληψης" συμμετέχοντες στο je t'aime είναι, υπό μία ανάγνωση, homines sacri

β) Ας πάμε στο ζουμί. Έχει κάποιος δικαίωμα να εξευτελίζεται (προσοχή:δεν έχω δει την εκπομπή για να ξέρω αν όντως αυτό ισχύει για τους συμμετέχοντες σε αυτήν) οικοιοθελώς και χωρίς το κράτος να τον παρεμποδίζει κατασταλτικώ τω τρόπω; Η απάντησή μου είναι πως ναι, το έχει. Πολλά επιχειρήματα μπορούν να διατυπωθούν υπέρ της απόψης αυτής. Ας ξεκινήσουμε από το βασικό και θεμελιώδες: ό,τι και αν πιστεύουμε για την διαμάχη μεταξύ φιλελεύθερων και πατερναλιστών, είναι δύσκολο (για να μην πω αδύνατο για την ελληνική περίπτωση) να θεωρήσουμε ότι το κράτος και ο κατασταλτικός του μηχανισμός είναι ικανοί κριτές ιεράρχησης και επιβολής τρόπων ζωής άξιων και ανάξιων. Αλλά θα προχωρούσα και παραπέρα: το κράτος δεν νομιμοποιείται να επιβάλλει ανώτερους και κατώτερους τρόπους ζωής στους πολίτες του. Το πολύ πολύ να νομιμοποιείται να υποδεικνύει τέτοιους τρόπους ζωής και να αφήνει ελεύθερη την επιλογή στον πολίτη σε τελική ανάλυση (ή στον κάτοικο του κράτους αν αυτός δεν ταυτίζεται με τον τελευταίο). Οι λόγοι που δικαιολογούν κατά την γνώμη μου αυτήν την φιλελεύθερη ανάγνωση είναι βαθείς και ανάγονται τελικά στο τι σημαίνει "ζω την ζωή μου από την προοπτική ενός δρώντος υποκειμένου" και όχι ενός απλού ενεργούμενου. Αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι κάνω τις επιλογές μου σε καθεστώς διακινδύνευσης και είμαι υπεύθυνος για αυτές. Αν η ζωή μου δεν πάει καλά ή αν αποτύχω ξέρω ότι εγώ απέτυχα και όχι κάποιος άλλος στην θέση μου. Αφήνω δε τελείως κατά μέρος το πρόσθετο ερώτημα του αν έχω "πετύχει" κάτι ή αν η ζωή μου έχει γίνει καλύτερη στην περίπτωση που η "βελτίωση" έγινε με έξωθεν επιβολή.
Τώρα ο thas, αν τον καταλαβαίνω καλά, θέτει ένα καίριο ζήτημα: μπορούμε όντως να μιλήσουμε για ατομική ελεύθερία αν δεν υφίστανται στοιχειώδεις όροι κοινωνικής δικαιοσύνης, ενοούμενης ως ισότητας; Η απάντησή μου είναι πως, τουλάχιστον εν μέρει μπορούμε. Η εκούσια δουλεία, η πορνεία, η συμμετοχή στο je t'aime και η αγορά κινητού είναι τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες πράξεων που τοποθετούνται σε ένα κοινό continuum, αλλά στις οποίες ο ρόλος της "εξώθησης" βαίνει, σε κανονικές συνθήκες, μειούμενος. Σε κάθε περίπτωση, η οριακή περίπτωση (που δημιουργεί και αντίστοιχα παράδοξα) είναι μόνο αυτήν της εθελοδουλείας ή της εξώθησης λόγω απόλυτης οικονομικής ανέχειας που, ας δεχτούμε αν και το πράγμα σηκώνει συζήτηση, ότι αναιρούν την έννοια της ελέυθερης επιλογής. Αλλά ισχύει κάτι τέτοιο για τους συμμετέχοντες στο je t'aime; Πολύ αμφιβάλλω από τα όσα τουλάχιστον γνωρίζω για τα κοινωνικά και ταξικά τους προφίλ από τις εφημερίδες. Η δε αναφορά στην "πλύση εγκεφάλου" ελέγχεται ως αναληθής, αφού διαψεύδεται από τους ίδιους τους συμμετέχοντες (είναι άραγε δυνατόν κάποιος που ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται πλύση εγκεφάλου να συνεχίζει να την υφίσταται; και αν ναι, πρέπει άραγε να υποθέσουμε ότι έχουμε προνομιακότερη πρόσβαση από τον ίδιο στα νοητικά του περιεχόμενα;). Τι συμπεραίνουμε άραγε από τα παραπάνω; Καθένας από μας ως ον με αυτοσυνείδηση και ευαισθησία στην αξία και την απαξία αναλαμβάνει, στην πλουραλιστική και απομαγευμένη εποχή μας, να δώσει νόημα και αξία στην ύπαρξή του και έχει την αποκλειστική ευθύνη για αυτό. Οι αξιώσεις κοινωνικής δικαιοσύνης (ως, ας πούμε χοντρικά, ίση κατανομή βασικών αγαθών και ελευθεριών σε όλους) δεν αναιρούν αυτό το βασικό δεδομένο, αλλά το συμπληρώνουν. Κατά τα άλλα, από αισθητικής απόψεως το je t'aime ως μεταμοντέρνο σημειολογικό αντάρτικο αντιστέκεται νομίζω στις εύκολες κατηγοριοποιήσεις, καθώς έχει την δυνατότητα να τις (αυτο)ανατρέπει, αντίθετα με τις υποτιθέμενες "σοβαρές" εκπομπές.

Χαριτίνη Καρακωστάκη είπε...

thas,
Σ'ευχαριστώ για το καλωσόρισμα και το σχόλιο σου. Απαντώ καθυστερημένα γιατί έλειπα ταξίδι για δουλειές.
Όσον αφορά το πρώτο σου σημείο, πουθενά δεν είπα ότι οι άνθρωποι αυτοί εξευτελίζονται επειδή είναι ανάπηροι. Αυτό λένε όσοι τους υπερασπίζονται, όχι εγώ. Το μόνο που κάνω εγώ εδώ είναι να ξαναπιάσω τη λογική του δικού τους επιχειρήματος για να δω αν είναι λαθεμένη και συγκεκριμένα αν στέκεται λογικά. Συμφωνώ λοιπόν μαζί σου, στο πρώτο σου σημείο - το πρόβλημα δεν είναι το πως είναι αυτοί οι άνθρωποι αλλά το πως πλασάρονται. Και αν θα θέλαμε να κάνουμε την υπεράσπιση των ανθρώπων αυτών θα πρέπει να τη βασίζαμε ακριβώς εκεί, μόνο που εγώ σε αυτό το κείμενο δεν θέλησα να αναλάβω το ρόλο του συνηγόρου.
Το δεύτερο τώρα σημείο σου θέτει ένα σημαντικό ηθικό πρόβλημα, που μας επαναφέρει στο γνωστό δίλημα: ελευθερία ή αλληλεγγύη; Είναι καλύτερα να αφήνουμε τους ανθρώπους ελεύθερους να τρώνε τα μούτρα τους ή να παρεμβαίνουμε στην ελευθερία τους για το καλό τους; Σε αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει σωστή και λάθος απάντηση. Είναι θέμα γούστου. Κάθε άνθρωπος και κάθε κράτος ιεραρχεί διαφορετικά τις αξίες αυτές.
Συμφωνώ επίσης στο τρίτο σου σημείο, με μόνη ένσταση την αναγνώριση του καπιταλισμού ως υπαίτιου. Αντίθετα με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας η εμπορευματοποίηση προϋπήρχε του καπιταλισμού. Τέλος, συμφωνώ και με το συμπέρασμά σου. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το ένστικτο της κοινωνίας λειτουργεί επιλεκτικά. Γιατί π.χ. ο τραγουδιστής της Πάνια ενοχλεί περισσότερο από το ξανθό γυναικείο μοντέλο που κάνει τη γλάστρα;

Χαριτίνη Καρακωστάκη είπε...

George,
Ίσως τελικά πιο απλά "πάρουνε τα όνειρα εκδίκση", όπως πολύ σωστά προέβλεψε ο Ελύτης. Τα όνειρα των ίδιων των τραγουδιστών για δόξα και χρήμα. Αλλά αυτό θα φανεί στην πορεία και σίγουρα εμείς δε θα το μάθουμε γιατί δε θα το παίξει η τηλεόραση.

Χαριτίνη Καρακωστάκη είπε...

βμ,
το "κυρία" και το "κύριος" χρησιμοποιείται με το επίθετο και όχι με το όνομα.
Η βάση του επιχειρήματος όσων ζητούν να σταματήσει ο εξευτελισμός των αναπήρων είναι ακριβώς η ιδέα ότι πρέπει να προστατέψουμε τους ανάπηρους επειδή είναι ανάπηροι, δηλαδή άνθρωποι μεν σαν κι εμάς αλλά με μειομένες ικανότητες αυτοπροστασίας, κάτι αντίστοιχο με τους πολίτες χωρίς πολιτικά δικαιώματα στον Αγκάμπεν. Οι τραγουδιστές πρέπει να θεωρηθούν ανάπηροι για να δικαιολογηθεί ο παρεμβατισμός. Αν δεν τους αναγνωρίσουμε ως άτομα με ειδικές ανάγκες και δεν τους "ιεροποιήσουμε" εξαιτίας ακριβώς αυτής τους της υστέρησης δε θα μπορέσουμε να διακαιολογήσουμε το αίτημα μας για την προστασία τους. Κανείς π.χ. δε βγαίνει να υπαρασπιστεί τα δικαιώματα της ωραίας γυναίκας-μοντέλο μου εργαλειοποιείται και συχνά εξευτελίζεται για την τηλεθέαση, επειδή δε θεωρείται "ειδικών αναγκών", ή πρόσωπο ιερό που πρέπει να προστατεύσουμε από τον εξευτελισμό.

Χαριτίνη Καρακωστάκη είπε...

Δημήτρη,
"το je t'aime ως μεταμοντέρνο σημειολογικό αντάρτικο"...!!!
Κορυφαίο!

Melissa είπε...

σε ευχαριστω για τη προταση σου να επισκεφτω το blog του Ξυδακη,
καλημερα!

thas είπε...

Κι εγώ Χαριτίνη, την άποψη εκείνων σχολίαζα, δεν την απέδιδα σε σένα. Όμως έτσι κοφτό και ουδέτερο όπως ήταν το σχόλιό μου μπορεί να φάνηκε ότι στο απευθύνω...Λάθος μου.
Καλωσήλθες.

Δημήτρη Τσ. σ' ευχαριστώ για το σχολιασμό σου. Ανεξάρτητα από τις διαφωνίες μας οι θέσεις σου είναι σεβαστές και καθαρές. Αυτό που δεν κατάλαβα είναι το περί πλύσης εγκεφάλου.

Λες:
Η δε αναφορά στην "πλύση εγκεφάλου" ελέγχεται ως αναληθής, αφού διαψεύδεται από τους ίδιους τους συμμετέχοντες (είναι άραγε δυνατόν κάποιος που ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται πλύση εγκεφάλου να συνεχίζει να την υφίσταται; και αν ναι, πρέπει άραγε να υποθέσουμε ότι έχουμε προνομιακότερη πρόσβαση από τον ίδιο στα νοητικά του περιεχόμενα;)

Ποιος πλυμένος εγκέφαλος, με πρώτον απ’ όλους τον δικό μας, είναι δυνατόν να αναστοχαστεί την πλύση του; Αφού, πλύθηκε, πάει πια :-) Σιγά μην ξέρω γιατί στο σουπερμάρκετ αγοράζω κάθε φορά αυτό ή το άλλο προϊόν. Έχω κι εγώ την ψευδαίσθηση της ελεύθερης επιλογής. (Νομίζω ότι συζητάμε πια, τα προφανή…)

Όσο για την «προνομιακή» πρόσβαση στα νοητικά περιεχόμενα του άλλου, μακριά από μας. Όμως σε κάθε λόγο που παρεμβαίνει κριτικά, ακόμα και σ’ εκείνον που παραιτείται οριστικά από κάθε κρίση (το παράδειγμα των αρχαίων Σκεπτικών), βεβαιώνεται πάντα η αξίωση μιας προνομιακής θέασης της αλήθειας. [αν και από δω που κάθομαι δεν φαίνεται καλά :-) ]

Ανώνυμος είπε...

Φίλτατε Thas συμφωνώ απόλυτα με την παρατήρησή σου (και πιστεύω, χωρίς να μπορώ να στοιχειοθετήσω λεπτομερώς τον ισχυρισμό μου εδώ, ότι κάθε αποφαντικός λόγος περιέχει μια αξίωση αλήθειας) και μου επιτρέπεις να εκλεπτύνω και εν μέρει να διορθώσω τα λεγόμενά μου. Υποστηρίζω λοιπόν απλά ότι όταν κάποιος ρητώς λέει πως δεν έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου, δείχνοντας ότι έχει αναστοχαστεί πάνω στο ζήτημα, τότε οφείλουμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχει (μαχητό) τεκμήριο ότι όντως δεν την υπέστη. Με άλλα λόγια, το βάρος της απόδειξης περνά στον τρίτο που θεωρεί ότι η πλύση έλαβε χώρα, και η απόδειξή της δεν είναι αυτονόητη, σε κάθε δε περίπτωση δεν μπορεί να συναχθεί απλώς από το γεγονός της συμμετοχής στο εν λόγω show. Δεν νομίζω άλλωστε ότι η ιδεολογική πλύση εγκεφάλου είναι διαδικασία "μια και έξω". Αντιθέτως, είναι ρευστή και πάντα αναστρέψιμη υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Αλλά αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση...

Ανώνυμος είπε...

@Χαριτίνη

[Σας ευχαριστώ για τη διόρθωση. Δεν το είχα υπόψη μου. Το χρησιμοποιώ σαν κάτι μεταξύ "Χαριτίνη" και "κυρία Καρακωστάκη". Πάντως το "κυρά Χαριτίνη" θα ήταν περισσότερο άκομψο :)]

Δηλαδή, δεν βρίσκετε ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάποια υστέρηση/αναπηρία/ιδιαιτερότητα; Στόχος της εκπομπής της κυρίας Πάνια είναι να παρουσιάζει τραγουδιστές; Είναι μια εκπομπή ταλέντων;

Διαφωνείτε μήπως με την κρατική προστασία των "ειδικών" αυτών πολιτών παντοιοτρόπως, με την θέσπιση προνομίων και πρόνοιας ειδικά γι' αυτούς;

Νομίζω ότι η συζήτηση έχει επικεντρωθεί μονότονα στην κυρία Πάνια και τους φιλοξενουμένους της. Υπάρχει κι ένα τρίτο μέρος, χωρίς το οποίο το φαινόμενο δεν θα υπήρχε. Ούτε εκπομπή, ούτε λεφτά ούτε τυχών εξευτελισμός θα υπήρχε, δίχως το κοινό, και δη της τηλεόρασης. Το θέμα μπορεί να φωτιστεί και απ' αυτήν την πλευρά. Π.χ. πώς ερμηνεύεται η μεγάλη επιτυχία της εκπομπής, οι πωλήσεις των δίσκων κλπ.; Εξαιτίας των ωδικών ικανοτήτων των συμμετεχόντων; Μήπως από φιλάνθρωπη διάθεση για να νιώσουν οι άνθρωποι αυτοί χαρά, επιτυχία, κοινωνικότητα, το δικαίωμα της ψυχής τους να αναπνέει; Ή μήπως γιατί και οι θεατές χρησιμοποιούν τους ανθρώπους αυτούς σαν homines sacri όπως υποψιάζομαι;

Χαριτίνη Καρακωστάκη είπε...

βμ,
δεν γνωρίζω αν οι άνθρωποι αυτοί έχουν οποιαδήποτε αναπηρία.

Η εκπομπή της Πάνια είναι δείγμα του είδους που έχει επικρατήσει να ονομάζεται τρας τβ. Η παρουσίαση τραγουδιών και τραγουδιστών δεν είναι αυτοσκοπός – στη θέση της θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο, όπως π.χ. στις προηγούμενες εκπομπές ήταν η ανεύρεση γαμπρών και νυφών.

Είμαι φανατικά υπέρ της κρατικής και της ιδιωτικής πρόνοιας των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Έχω όμως τις επιφυλάξεις μου αν στην Ελλάδα η όποια πρόνοια προσφέρεται είναι αποτελεσματική και αν στρέφεται προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, δεν τίθεται καν θέμα πρόνοιας ή κρατικής βοήθειας προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες, γιατί πρώτον δεν ξέρουμε αν όντως πρόκειται για άτομα με ειδικές ανάγκες και δεύτερον γιατί το να τους απαγορεύεις να βγουν στην τηλεόραση δεν είναι πρόνοια.

Είναι σαφές ότι δε θα υπήρχε trash tv αν δεν υπήρχε καταρχάς tv.

Το τηλεοπτικό κοινό δεν είναι ομοιογενές. Δεν βλέπουν όλοι τις ίδιες εκπομπές. Που ξέρουμε ότι οι άνθρωποι που βλέπουν ζεταίμ και που αγοράζουν τα cd των τραγουδιστών του δεν είναι πολύ απλά σαν και αυτούς και δεν ταυτίζονται μαζί τους; Δεν υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα άλλοι άνθρωποι σαν αυτούς που να χαίρονται που βλέπουν κάποιον που τους μοιάζει στην τηλεόραση; (Όλους τους "ανάπηρους" τους μάζεψε η Πάνια και απομείναμε μόνοι οι κανονικοί μπροστά στις τηλεοράσεις μας να τους κοιτάμε;) Το που οφείλεται η μεγάλη τηλεθέαση (η οποία τελικά δεν είναι και τόσο μεγάλη) είναι μεγάλο θέμα που δε με απασχολεί εδώ και στο οποίο πιθανότατα να μην μπορούμε να απαντήσουμε χωρίς να κάνουμε λάθος.

Ο όρος homo sacer αφορά αποκλειστικά τον τρόπο θέασης και αντιμετώπισης των ανθρώπων αυτών από το κράτος και τις οργανώσεις των αναπήρων. Δεν αναφέρεται στον τρόπο θέασης και πρόσληψης των τραγουδιστών του ζεταίμ από το κοινό.

Ανώνυμος είπε...

Χαριτίνη:

-Συμφωνώ με τις επισημάνσεις σου (on tutois?) στο κυρίως ποστ. Πράγματι το ΕΣΡ και οι καταγγέλοντες καλύπτουν υπό την ανθρωπιστική ιεροποίηση τον πατερναλιστικό τους ρόλο. Βλέπουν τους συμμετέχοντες ως homo sacer. Πριν απ' όλα είμαι κατά της λογοκρισίας. Πόσο μάλλον από εντεταλμένους.

-Θεωρώ κι εγώ ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στην εκπομπή δεν είναι "ανάπηροι". Ας πούμε ότι είναι λίγο ψώνια, λίγο κουσουρλήδες που θά' λεγε κι ένας ιεράρχης, έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες που κανένας "κανονικός" δεν στερείται. Επίσης θεωρώ ότι, και αν ακόμη ήταν φερειπείν ψυχικώς προβληματικοί, μάλλον καλό θα τους έκανε η εκπομπή, ακόμα κι όταν σβήσουν τα φώτα. Από την άλλη, ακούω ότι ο ένας με τη συμμετοχή του στην εκπομπή αγόρασε ένα διαμέρισμα, στον άλλον επιστράφηκε η άδεια λαχειοπώλη που του είχε αφαιρεθεί κλπ. Βέβαια ο πρώτος στάρ της σειράς, ο τύπος με την τσιριχτή φωνή είναι στα μαχαίρια με την οικοδέσποινα, πιθανόν γιατί ήθελε να συνεχίσει μόνος την καρριέρα του. Ας επισημάνω μόνο ότι η μοναδική ιδιαιτερότητα κάποιων είναι ότι δεν μιλούν καλά ελληνικά όντας μετανάστες.

-Λέω όμως ότι η εκπομπή επιλέγει τους συμμετέχοντες λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους, των "κουσουριών" τους. Ακόμη πιο σημαντικό: η συμμετοχή τους βασίζεται στην έκθεση ακριβώς αυτών των χαρακτηριστικών. Μπορώ να φανταστώ έναν π.χ. ψυχικά διαταραγμένο άνθρωπο, κάποιον με σωματικές ιδιαιτερότητες ή αναπηρίες, που όμως να έχει εκπληκτικές ωδικές ικανότητες. Ισχυρίζομαι ότι αυτός ο άνθρωπος δεν θα περάσει ποτέ το κατώφλι του je t' aime.

-Αν γνωρίζαμε ότι οι συμμετέχοντες είναι με κάποιον τρόπο ανάπηροι θα ήταν διαφορετική η εκτίμησή μας για το θέμα; Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να το γνωρίζουμε παρά με τη μεσολάβηση του κυρίαρχου λόγου αυθεντίας ενός ψυχίατρου π.χ., που θά'λεγε ο φαλακρός Foucault;

-Η επιχειρούμενη λογοκρισία στην εκπομπή υποτίθεται ότι δεν αφαιρεί το "δικαίωμα" παρουσίας των παιδιών στην τηλεόραση. Ισχυρίζεται ότι η Πάνια τους εκμεταλλεύεται. Αν η Πάνια έκανε ένα ντοκυμανταίρ με τους ίδιους πρωταγωνιστές δεν θα υπήρχε κανένα πρόσχημα/πρόβλημα. Αλλά μου φαίνεται ότι το ντοκυμανταίρ θα πάτωνε. Αντιστρόφως: είναι αδύνατο να φανταστούμε ένα όριο (στην "αναπηρία" των συμμετεχόντων, στο ποια ακριβώς είναι η συμμετοχή τους) πέρα από το οποίο θα συμφωνούσαμε στο κόψιμο της εκπομπής; Πού βρίσκεται αυτό το όριο;

-Η τηλεόραση είναι απλώς ένα βήμα λόγου; Δεν λειτουργούν εκεί μηχανισμοί εξουσίας; Είναι το αντίστοιχο της Πνύκας, είναι η αγορά, ο δήμος, η πόλις; Έχουμε όλοι το δικαίωμα πρόσβασης σ' αυτήν ή πρόκειται περί ευφημισμού, έναν από τους παραλογισμούς της κοινωνίας του θεάματος που θά' λεγε και ο Agamben;

-Εκτίμησή μου είναι ότι οι περισσότεροι από τους θεατές που "είναι πολύ απλά σαν και αυτούς" παρακολουθούν την εκπομπή όχι για να ταυτιστούν και να θαυμάσουν, μα για να διαφοροποιηθούν απ' "αυτούς". Δηλαδή το je t' aime δεν είναι κάτι σαν τα special olympics, ούτε μια εκπομπή που προβάλλει ανθρώπους "ανάπηρους" που τα καταφέρνουν το ίδιο ή πιο καλά από τους "κανονικούς". Είναι μια παρωδία. Γιατί ξεκαρδίστηκε ο george, γιατί κάνουν χαβαλέ οι παρέες; Πώς θα περιγράφαμε τον άγριο ενθουσιασμό των εφήβων από τα γύρω λύκεια - το live κοινό του je t'aime; Προσποιούμαστε ότι βλέπουμε ένα διαγωνισμό ταλέντων, απλών ανθρώπων, όπως μετ' επιτάσεως ισχυρίζεται η κυρία Πάνια (που το θυμωμένο μελαγχολικό της βλέμμα την καθιστά εξαιρετικά συμπαθή σε μεάνα). Γελάμε γιατί δεν πρόκειται περί αυτού, ούτε περί ενός παραδείγματος παρωχημένης αντιψυχιατρικής, γελάμε για το "ως εάν". Μερικοί από μας κάνουμε χαβαλέ για να ξορκίσουμε την ομοιότητά μας μ' "αυτούς". Άλλοι κάνουμε χαβαλέ ως αντίδραση προς τις σοβαροφανείς τιποτολογίες των διπλανών καναλιών. Ή συμμετέχουμε στην αποκαθήλωση της Βίσση από τον Καρβέλα. Κάποιοι φρικιούμε και βλέπουμε ανθρωποφαγίες και κατώτερα ένστικτα - ηθικολογίες: πρόκειται για συνήθη τρόπο ανακούφισης των μαζών. Κατά τη γνώμη μου, η πλειοψηφία του κοινού, που κάνει χαβαλέ, συντάσσεται με το σκεπτικό του ΕΡΣ (παραδόξως άραγε;). Γι' αυτό υποστηρίζω ότι χρησιμοποιούν τους συμμετέχοντες ως homines sacri, ως φονεύσιμους άθυτους, ως εκείνους που υφίστανται με τη βοήθεια της τηλεόρασης την κυριαρχία όλων. Η "αδυναμία κατηγοριοποίησης" της εκπομπής, το "σημειολογικό της αντάρτικο", καταδεικνύει ότι είναι τρόπον τινά μια κατάσταση εξαίρεσης. Περιλαμβάνει αποκλείοντας. Εξοικειώνει αποξενώνοντας. Δεν είναι κι αυτός ένας ορισμός του homo sacer;

-Η εισαγωγή του όρου homo sacer από τον Agamben δεν έγινε απλώς για να ξεσκεπάσει την υποκρισία κάποιων ανθρωπισμών που κρύβουν αξιώσεις κυριαρχίας πίσω από προστασίες και πρόνοιες. Αυτά τα έχουν πει κι άλλοι, καλύτερα. Το "σοκαριστικό" στο βιβλίο είναι η ανίχνευση ότι ολόκληρο το θεσμικο-δικαιϊκό σύστημα της νεωτερικής δημοκρατίας, δηλαδή δικαιώματα, πολιτικά κι ατομικά, αξίες, ελευθερίες κλπ. είναι βασισμένα πάνω στη γυμνή ζωή, είναι σύστοιχα του homo sacer. Μ' άλλα λόγια, κάθε νέο δικαίωμα, αξία ή ελευθερία που κατακτάται, μπορεί με μακροχρόνιους και οδυνηρούς αγώνες, στην πραγματικότητα οπλίζει την κυρίαρχη εξουσία, της δίνει νέο τρόπο νομιμοποίησης, όλο και πιο κοντά προς τη νέτα σκέτα γυμνή ζωή.
Κάθε λόγος περί δικαιωμάτων προϋποθέτει την κυριαρχία επί του homo sacer μας λέει ο Agamben. Δηλαδή ότι τα ανθρώπινα/πολιτικά δικαιώματα, οι ελευθερίες από τη μία και το Άουσβιτς με το Γκουαντάναμο από την άλλη έχουν κοινή μήτρα. Φυσικά δε λέει να μην υπερασπιζόμαστε και να μην παλεύουμε για τα δικαιώματά μας ή αυτά των άλλων. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η πλευρά της σκέψης του έχει υποστεί τις ανάλογες κριτικές.

-Διαβάζοντάς το κείμενό σου διέκρινα τη δηλωμένη περιστολή του θέματος σε ζητήματα νομικά και μάλιστα δικαιωμάτων. Γι' αυτό παραξενεύτηκα με την επίκληση του όρου κατόπιν.

-Το παράδειγμα του ανθρώπου-μπάλα θα μπορούσε κάλλιστα να περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Agamben, ας πούμε δίπλα στο κομμάτι για την ευθανασία. Είναι καραμπινάτη περίπτωση homo sacer. Τον Agamben δεν θα τον απασχολούσε βέβαια η λύση του διλήμματος, αλλά η παρείσφρυση του ας πούμε δικαιώματος της αξιοπρέπειας στο πεδίο εφαρμογής του κανονιστικού δικαίου. Το ότι μπήκε στο παιχνίδι έχει σημασία, όχι πού ρέπει η ζυγαριά.

-Επί του προκειμένου, ας προτείνω μια ειδοποιό διαφορά στο δίλημμα του ανθρώπου-μπάλα και του νάνου-ηθοποιού. Από την πλευρά του θεατή: διασκεδάζει ή φρικιά με τον άνθρωπο-μπάλλα ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητάς του, της "αναπηρίας" του. Ο άνθρωπος-μπάλλα ΕΙΝΑΙ η αναπηρία του για τον θεατή. Ο νάνος-ηθοποιός, είναι ηθοποιός που είναι και νάνος. Λέει τα λόγια του Άριελ, που μπορεί να είναι λίγα ή πολλά -δεν θυμάμαι την Τρικυμία. Μπορεί να παίξει καλά ή λιγότερο καλά. Τον ρόλο δεν μπορεί να τον παίξει οποιοσδήποτε νάνος: είναι ικανή αλλά όχι αναγκαία προϋπόθεση. Αναγκαία προϋπόθεση είναι να είναι ηθοποιός. Ας συγκρίνουμε τον Άριελ με τον Ρωμαίο που υποδύθηκε ο Κάτμαν.

-Σε τι περιπλοκές μπορεί να οδηγήσει μια κουβέντα περί δικαιωμάτων καθίσταται φανερό από την πρόταση του δημήτρη για το δικαίωμα στον αυτοεξευτελισμό. Στην ίδια λογική ας προτείνω κι εγώ ένα δικαίωμα στην ανασφάλιστη εργασία που εκατομμύρια στην Ελλάδα το έχουν κατακτήσει, αλλά πληροφορούμαι ότι υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες που το διεκδικούν επί ματαίω.

Ας κλείσω το σεντόνι με την ειλικρινή εκτίμηση για τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο αυτού του blog. Εύχομαι να πετύχει τους στόχους του.

Ανώνυμος είπε...

"Το νέο βίντεο της ΕΛ.ΑΣ., που κυκλοφορούσε από κινητό σε κινητό μεταξύ των αστυνομικών, έχει πρωταγωνιστή τον Βας Βας Παρασκευά. Ένα περιπολικό τον πέτυχε κάπου στην Αθήνα και το πλήρωμα τον έβαλε να τραγουδήσει από το μεγάφωνο του περιπολικού, στη συνέχεια και από τον ασύρματο, ώστε να μεταδοθεί μέσω κέντρου και στα άλλα περιπολικά, ενώ όλα αυτά τα ευτράπελα οι αστυνομικοί τα κατέγραφαν με το κινητό"

ΒΗΜΑ, 28/6/2007

Bingo!