Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Μια αφήγηση για το ντιμπέιτ ή ο θρίαμβος του πολιτισμού

Χωρίς να διαφέρει ουσιαστικά από τις τηλεοπτικές αναμετρήσεις των προηγούμενων εκλογικών περιόδων, το ντιμπέιτ της Πέμπτης αποδείχτηκε μία εμπειρία άκρως διασκεδαστική. Οι κομματικοί αρχηγοί επιστράτευσαν και εξάντλησαν τα αποθέματα σοβαροφάνειας που νομίζουν πως απαιτεί ο αρχηγικός τους ρόλος, οι δημοσιογράφοι επιδόθηκαν με μανία στο προσφιλές τους άθλημα να παράγουν αξιολογικές κρίσεις και οι τηλεθεατές απόλαυσαν μία χωρίς πολλές εκπλήξεις και ειδικά εφέ αλλά καλοστημένη και χορταστική παράσταση. Ποιός κέρδισε; Ποιός έχασε; Και τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε τώρα με την απόσταση ασφαλείας που μας δίνουν οι μέρες που μεσολάβησαν;
Τη μερίδα του λέοντος σε αυτή την ιστορία κατέχουν αναμφισβήτητα τα μίντια και οι δημοσιογράφοι, που κλήθηκαν να παίξουν τον κρίσιμο ρόλο, όχι μόνο της οργάνωσης αλλά και της αξιολόγησης του ντιμπέιτ, εμφυσώντας του ουσιαστικά, με τις δημοσιογραφικές τους ετυμηγορίες, το χαμένο του νόημα. Ήδη με τη λήξη της εκπομπής είχαν στηθεί πολυπληθή πάνελ σε όλα τα κανάλια, αποτελούμενα από πολιτικούς, ειδικούς αναλυτές και κυρίως δημοσιογράφους, που προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα σημεία και τα κρυμμένα νοήματα στα λεγόμενα και τις κινήσεις των αρχηγών. Άμεσες αντιδράσεις τηλεθεατών δεν υπήρχαν, όπως συνέβη, παραδείγματος χάρη, στο πρόσφατο ντιμπέιτ Σαρκοζύ-Ρουαγιάλ, όπου ο καθένας μπορούσε να δημοσιεύει το σχόλιο του και να ψηφίζει στο Ίντερνετ για τον υποψήφιο με τις καλύτερες εντυπώσεις, ενώ η τηλεοπτική αντιπαράθεση ήταν ακόμα στον αέρα. Ως εκ τούτου, τα πρώτα σχόλια για τους κερδισμένους και τους χαμένους του ελληνικού ντιμπέιτ έγιναν από τα μίντια. Οι τηλεθεατές, ακόμα κι αν είχαν διαμορφώσει ιδία άποψη για τους κομματικούς αρχηγούς, ήταν αναγκασμένοι να τη φιλτράρουν μέσα από τη «δημοσιογραφική γραμμή».
Η απουσία άμεσων αντιδράσεων από τους ίδιους τους εκλογείς, είχε εξ΄άλλου ως αποτέλεσμα και την παραγωγή μίας ομογενοποιημένης εν πολλοίς δημοσιογραφικής ετυμηγορίας. Τα συμπεράσματα που βγήκαν τηλεοπτικά και διαχύθηκαν εν συνεχεία σε όλα τα οπτικοακουστικά μέσα ήταν συνοπτικά τα εξής: Ο Καραμανλής ήταν «μουδιασμένος» και «έχασε έδαφος», ο Παπανδρέου ήταν «επιθετικός» και «κέρδισε έδαφος», ο Αλαβάνος ήταν «άνετος, σίγουρος» και «κέρδισε τις εντυπώσεις» και ο Καρατζαφέρης «δημαγώγησε» αρκούντως ωστέ να μπει στη Βουλή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κανένας δημοσιογράφος in vitro ή in papyrο δε βρέθηκε να αμφισβητήσει τα εν λόγω συμπεράσματα, αποκλίνοντας δραματικά από αυτή τη «γραμμή», λέγοντας, για παράδειγμα, ότι ο Καραμανλής ήταν ο καλύτερος και ότι κερδίζει άνετα τις εκλογές ή ότι ο Παπανδρέου ήταν ο μεγάλος χαμένος του ντιμπέιτ. Έτσι, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της επομένης, ανάλογα με τον πολιτικό τους προσανατολισμό τόνιζαν [«Ναυάγιο Καραμανλή σε ντιμπέιτ μονολόγων» (ΤΑ ΝΕΑ), «Εικονομαχία με άσφαιρο Καραμανλή» (Ελευθεροτυπία)] ή συγκάλυπταν [«Αυτοδυναμία ή νέες εκλογές» (Καθημερινή), «Καθαρή εντολή ζήτησε ο Καραμανλής» (Ελεύθερος Τύπος)] τη δυσμενή θέση του πρωθυπουργού που μέχρι πριν από λίγες βδομάδες φαινόταν ότι θα κέρδιζε άνετα τις εκλογές.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την αξία της δημοσιογραφικής αξιολογικής αφήγησης του ντιμπέιτ. Όπως πολύ ωραία έδειξε ο Paul Ricoeur (ένας από τους ελάχιστους φιλοσόφους που ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τους εξαναγκασμούς που συναντά ο επαγγελματίας ιστορικός), «κάθε γεγονός που έχει πετύχει να φτάσει σε μας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αφήγησή του, δηλαδή, με την ερμηνεία που του δίνεται εν τη γεννέση του και με το σύνολο της ερμηνευτικής δουλειάς που μεσολαβεί μέχρι να φτάσει στ’αυτιά μας ως Γεγονός». Αυτή η θέση δεν πρέπει να θεωρηθεί στρουκτουραλιστική: Ο Ricoeur δε θεωρεί ότι το γεγονός είναι εξ’ολοκλήρου κατασκευασμένο από τα σχόλια και τις αφηγήσεις που παράγονται γύρω του, αφού συνέβη πραγματικά και μάλιστα πολύ πριν ξεκινήσουμε να το αφηγούμαστε. Η αξία της θέσης του Ricoeur έγκειται στο ότι μας υποδεικνύει την ανάγκη να σκεφτούμε ότι το ντιμπέιτ της Πέμπτης, παραδείγματος χάρη, δε μας έδωσε από μόνο του το νόημά του, παρά ότι το νόημά του παράχθηκε εκ των υστέρων, χάρη κυρίως σε μία σειρά πολλαπλών μιντιακών αφηγήσεων και δημοσιογραφικών αξιολογικών κρίσεων.
Ωστόσο, κατά πόσο θα ήταν δυνατή η ανακήρυξη των «νικητών και των χαμένων» μιας τόσο άρτια δομημένης τηλεοπτικής «αναμέτρησης» χωρίς τη βοήθεια των δημοσιογράφων σε ρόλο κριτών; Είναι αλήθεια ότι το ντιμπέιτ έβριθε από κανόνες και ρυθμίσεις και όριζε το χρόνο και τον τρόπο ομιλίας των συμμετεχόντων σε τέτοιο βαθμό που ακυρωνόταν τελικά ο ίδιος ο στόχος της αντιπαράθεσης αφού οι πολιτικοί αρχηγοί δεν μπόρεσαν καμία στιγμή να αντιπαρατεθούν ουσιαστικά μεταξύ τους. Μπορεί ο Παπανδρέου ή ο Αλαβάνος να υπήρξαν επιθετικοί απέναντι στον Καραμανλή, ωστόσο αυτός δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να τους απαντήσει άμεσα, και όταν κάποιος από τους κομματικούς αρχηγούς εκμεταλλευόταν, όταν έφτανε η σειρά του, τον τηλεοπτικό χρόνο που του αντιστοιχούσε για να σχολιάσει μία άποψη που ακούστηκε εις βάρος του από κάποιον άλλο υποψήφιο, οι δημοσιογράφοι τον εγκαλούσαν στην τάξη.
Τι σημαίνει ντιμπέιτ χωρίς άμεση πολιτική αντιπαράθεση; Η προσπάθεια αυτή της ειρηνοποίησης πάση θυσία της τηλεοπτικής αναμέτρησης μπορεί να εξηγηθεί με βάση την ανάλυση του Νόρμπερτ Ελίας και του Ερικ Ντάνινγκ για τα μοντέρνα σπορ. Τα σπορ είναι, σύμωνα με αυτούς, ένα πεδίο αντιπαράθεσης μέσα στο οποίο κάποιοι μηχανισμοί επιτρέπουν το ξέσπασμα και την απελευθέρωση των επιθετικών μας ορμών – ορμές τις οποίες τον περισσότερο χρόνο οφείλουμε να ελέγχουμε, όπως υποχρεώνει η εξέλιξη του πολιτισμού μας (ο οποίος βρίσκει την ύψιστη έκφρασή του στο μονοπώλιο της φυσικής νόμιμης βίας από το κράτος). Όπως δείχνει ο Ελίας, ακόμα και αυτός ο χώρος του ξεσπάσματος υπόκειται σε μία πολιτισμική διαδικασία. Τα μοντέρνα αθλήματα, από τη γέννησή τους στα τέλη του 19ου αιώνα δε σταμάτησαν να εξελίσσονται και να γίνονται περισσότερο κωδικοποιημένα και με περισσότερους κανόνες, απαγορεύοντας ολοένα και πιο δραστικά τα χτυπήματα που κρίνονται «αντικανονικά», εκείνα δηλαδή, που προσβάλουν την αυστηρή ισότητα ανάμεσα στους διαγωνιζόμενους ή που ενθαρρύνουν, κυρίως στα αθλήματα μάχης όπου υπάρχει σωματική επαφή, μία πρωτόγονη και ανεξέλεγκτη άσκηση βίας.
Συνολικά, το ντιμπέιτ που παρακολουθήσαμε ήταν μία στιγμή πολιτισμού και το ίδιο: η βία ήταν παρούσα, εγγεγραμμένη μάλιστα στην ίδια την αρχή της δημόσιας αντιπαράθεσης, αλλά ήταν βία μόνο κατ’ευφημισμόν, ελεγχόμενη και κανονικοποιημένη στο έπακρο. Όπως στα μοντέρνα σπορ, μία σειρά τεχνικών μηχανισμών και κανόνων (χρονόμετρο, συγκεκριμένος χρόνος ομιλίας, παρουσία δημοσιογράφων – διαιτητών, απαγόρευση να βλέπουν ή να ακούν κάτι άλλο οι πολιτικοί τη στιγμή που βρίσκονται στον αέρα) βοηθούσαν τους «ανταγωνιζόμενους» να διατηρήσουν τη μάχη σε μία πολιτισμένη και οργανωμένη μορφή, αφήνοντας τους αντιπάλους τους να εκφράζονται χωρίς να τους διακόπτουν, επιχειρηματολογώντας συνήθως με μεγάλη γενικότητα και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις επιτιθέμενοι κατά μέτωπο στους άλλους κομματικούς αρχηγούς.
Αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τη δημοσιογραφική αφήγηση του ντιμπέιτ θα δούμε ότι νικητές ανακυρήχτηκαν τελικά εκείνοι που απελευθέρωσαν την επιθετική τους ορμή περισσότερο από αυτό που τους επέτρεπε το ασφικτικό πλαίσιο των κανόνων της αντιπαράθεσης ενώ χαμένοι εκείνοι που διατήρησαν χαμηλούς και απολογιτικούς τόνους και που δεν εκμεταλλεύτηκαν την αδύναμη στιγμή του αντιπάλου τους αποτυγχάνοντας να φτάσουν «σε βάθος».

6 σχόλια:

OUTSIDE THE WALL είπε...

Εξαιρετική ανάλυση...Τελικά καταλήγουμε στο ότι η πολιτική αντιπαράθεση είναι ουσιαστικά εξωκοινοβουλευτική, με αρχιμαέστρους σ' αυτήν την κατ' επίφαση δημοκρατία τα ΜΜΕ.

Χαριτίνη Καρακωστάκη είπε...

Συμφωνώ με το εξωκοινοβουλευτική, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου για το κατ'επίφαση.

Ανώνυμος είπε...

Υπερβολές, αφού τελικά ΄΄εγώ έχω δικαίωμα να θυμάμαι΄΄ (Paul Ricoeur)
http://www.youtube.com/watch?v=pm875T4Fhz0&mode=user&search=

Ανώνυμος είπε...

Χαριτίνη

Νομίζω πως πολύ σωστά το θέτεις. Ειδικά για μια διαδικασία σαν το debate η στρουκτουραλιστική ανάλυση θα ήταν αρκετά περιοριστική.

Θα μου επιτρέψεις απλώς μόνο να δώσω ακόμη περισσότερη σημασία στην επικοινωνιακή διαδικασία που ακολουθεί μετά το debate. Διότι θεωρώ ότι τα όρια επιτυχίας και αποτυχίας προκύπτουν κυρίως μέσω της πολιτικής αντιπαράθεσης - οπουδήποτε και αν λαμβάνει αυτή - μετά το τηλε-γεγονός. Λόγω δε της πολυπλοκότητας των κοινωνικών μας αναπαραστάσεών οι εκάστοτε διάμεσοι δεν μεταφέρουν μόνο το "μήνυμα" αλλά και μια άποψη για το κοινωνικό περιβάλλον, η οποία είναι εξ ορισμού κοντά σε μια κοινωνική ομάδα.

Όσο και αν προκρίνεται η όλη διαδικασία ως μη πολιτική, νομίζω ότι ο πολιτικός της χαρακτήρας - τουλάχιστον από επικοινωνιακή σκοπιά - είναι αδιαμφισβήτητος.

Γιώργος Σταματιάδης είπε...

Ε-ΞΑΙ-ΡΕ-ΤΙ-ΚΟ κείμενο! Η τηλεόραση επιδιώκει να αντιστρέψει τη "συνήθη" ροή των πραγμάτων, εν τέλει του χρόνου: γεγονός-αφήγηση-μνήμη. Αποτέλεσμα, θρίαμβος της "επικοινωνίας", καταβαράθρωση της κριτικής σκέψης, παντελής απουσία διαβούλευσης, κι άρα ήττα της δημοκρατίας. Η ήττα μπορεί να μεταφραστεί σε οριστικό μαρασμό, αν η τηλεόραση καταφέρει να ορίσει αμετάκλητα-μέσω συγκροτητικών κανόνων (Searle)- τους όρους και τα πλαίσια του "παιχνιδιού". Με μεγάλο πλέον κίνδυνο για τις ελευθερίες μας.

Ανώνυμος είπε...

βεντούζα-βεντούζα!! πάρτε το αμερικανάκι και τη μάνα του και ουστ!!