Το να αντιλαμβάνεται ένα πολιτικό κόμμα την «ανανέωσή» του με όρους μουσικούς, αντικαθιστώντας τα μεσαιωνικά Carmina Burana με το εφετζίδικο soundtrack της ταινίας «300» ή τους εγχώριους «ποιοτικούς» συνθέτες Σπανουδάκη και Παπαθανασίου με τους άσημους λονδρέζους Andy Blithe και Martin Justra είναι δικαίωμα του, πολλώ δε μάλλον αν πιστεύει ότι αυτή του η «ανανέωση» θα συμβάλλει στην εξασφάλιση της εκλογικής πλειοψηφίας. Έτσι κι αλλιώς είναι παλιά, και γνωστή σε όλους πια, η θεωρία της «πολιτικής ως θεάματος». Οι πολιτικές συγκεντρώσεις σκηνοθετούνται με όρους τηλεοπτικούς, οι δημόσιες εμφανίσεις των κομματικών αρχηγών αξιολογούνται με κριτήριο το «ποιός έκλεψε τις εντυπώσεις» ή το «ποιός κέρδισε στα σημεία» και η πολιτική ανάλυση συνίσταται στην καταμέτρηση των τικ, των σαρδάμ και στην εξαγωγή συμπερασμάτων συναισθηματικής φύσης για την ψυχολογική κατάσταση των υποψηφίων.
Βέβαια, όλη αυτή η κατάσταση που, όπως υποστηρίζουν αρκετοί πολιτικοί επιστημόνες και θεωρητικοί της δημοσιογραφίας, έχει ως συνέπεια την «υποβάθμιση του πολιτικού λόγου», δεν είναι ανησυχητική. Στην πραγματικότητα ο «πολιτικός λόγος» δεν υπήρξε ποτέ «αναβαθμισμένος». Η πολιτική ως τελετουργία προϋπήρχε της πολιτικής ως άρθρωσης και η θέσμιση της εξουσίας γινόταν πρωτίστως συμβολικά ήδη πολύ πριν την άφιξη της τηλεόρασης στις εξορθολογισμένες δυτικές κοινωνίες. Τόσο στη γαλλική ρεπουμπλίκ, όσο και στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία ή στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού η πολιτική κυριαρχία στηρίχτηκε πρωτίστως στο ρόλο των τελετουργιών και των επετείων: Μαζικές συγκεντρώσεις, στρατός, εμβατήρια, παρελάσεις μέχρι και άουτο-ντα-φε βιβλίων. Λίγο πολύ το ίδιο και στην Ελλάδα. Από τα τέλη δε της δεκαετίας του ‘70 και καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 η πολιτική γινόταν από τα «μπαλκόνια», με αποτέλεσμα να είναι μεν πολύ πιο άμεση αλλά εξίσου τελετουργική.
Η άσκηση της πολιτικής ως θέαμα δεν είναι λοιπόν κάτι καινούριο και σίγουρα δεν ευθύνεται για την υποβάθμιση του πολιτικού λόγου. Πολιτικός λόγος υπάρχει και σήμερα, όπως υπήρχε το 1920, το ‘40, το ‘70 και το ’80 και όπως προφανώς, θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από σήμερα. Η διαφορά της σημερινής κοινωνικής συνθήκης με αυτή των αρχών του αιώνα ή με αυτήν της δεκαετίας του 70, που θεωρείται ιδαιτέρως «πολιτική», είναι ότι τότε ο ανταγωνισμός των πολιτικών κομμάτων για την εξουσία συνοδευόταν από την πρόταση δύο ή περισσότερων αντίθετων πολιτικών δυνατοτήτων, καθεμία από τις οποίες συνεπαγόταν διαφορετικά κοινωνικά ή οικονομικά διακυβεύματα: Βενιζελισμός ή αντιβενιζελισμός, πόλεμος ή ειρήνη, δεξιά ή αριστερά, κομμουνισμός ή φιλελευθερισμός, δικτατορία ή δημοκρατία κτλ. Σήμερα διλήμματα αντίστοιχης έντασης εκλείπουν, οπότε και ο πολιτικός λόγος ενσωματώνει τις αντιθέσεις και ομογενοποιείται.
Αυτό λοιπόν που θα έπρεπε να προβληματίσει εκείνους που ενδιαφέρονται για το σύγχρονο πολιτικό λόγο των ελληνικών κομμάτων δεν είναι το ότι τα πολιτικά κόμματα ασχολούνται με τη μουσική επένδυση των τελετουργιών τους – γιατί και πρόγραμμα πολιτικό έχουν και το αφισοκολλούν, και το διανέμουν, και το απαγγέλλουν και το βγάζουν στο ίντερνετ – αλλά το γιατί τα ΜΜΕ της χώρας μας και κυρίως ο τύπος που υποτίθεται ότι δίνει προτεραιότητα στο γραπτό λόγο και λειτουργεί ως αντίβαρο στην κουλτούρα της τηλεόρασης δε δημοσιεύει αυτό τον προγραμματικό, πολιτικό λόγο των κομμάτων.
Θα δώσω ένα τυχαίο παράδειγμα: Στο άρθρο της Αθηνάς Γκόρου στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, το οποίο διατείνεται ότι είναι μάλιστα «ρεπορτάζ», παρουσιάζεται ανταπόκριση από το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Παραπέμπω αυτολεξί: « Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ βγήκε χαμογελαστός, ανέβηκε τα λευκά σκαλοπάτια και ξεκίνησε την ομιλία του». Κάπου εδώ ο αναγνώστης περιμένει να ακούσει τις θέσεις της ομιλίας και η δημοσιογράφος συνεχίζει: « Η κάμερα πηγαινοερχόταν «σαρώνοντας» το γεμάτο στάδιο πριν επιστρέψει στο Γιώργο Παπανδρέου, δείχνοντας τον πότε ανφάς, με τους νεολαίους πίσω του, πότε προφίλ, με την ελληνική σημαία στο φόντο. ‘Οσο για τους συνέδρους, η επιλογή ήταν να φανεί στιβαρή η τηλεοπτική εικόντα τους, γι’αυτό τα φώτα δεν ακολουθούσαν τις κινήσεις τους, είτε αυτοί σηκώνονταν είτε χειροκροτούσαν.»
Ταυτόχρονα, το αντίστοιχο ρεπορτάζ στο Κυριακάτικο Βήμα της Δήμητρας Κρουστάλλη, δηλώνει ήδη υπό μορφή υπερτίτλου ή προμετωπίδας το περιεχόμενο του ρεπορτάζ της: «Όλο το παρασκήνιο για το πως στήθηκε το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Τι λένε οι επιτελείς και ποιες αλλαγές υιοθετήθηκαν ώστε να «γράψει» τηλεοπτικά. Οι καινοτομίες, τα ρίσκα, η ανατροπή του ηχητικού και του εικαστικού σκηνικού, ο ρόλος της Νεολάιας και οι μελλοντικοί σχεδιασμοί». Φυσικά ούτε λόγος για το αντικείμενο του συνεδρίου καθεαυτό, δηλαδή το πρόγραμμα του κόμματος. Αντίθετα αφιερώνεται μία ολόκληρη παράγραφος στην επιλογή της αλλαγής του μουσικού θέματος από τα «Κάρμινα Μπουράνα» στο κομμάτι «Επιστροφή του βασιλιά» από την ταινία «300», το οποίο, σημειώνει η δημοσιογράφος «μοιάζει με τις συμβολικές μελωδίες που συνόδευσαν ιστορικές στιγμές του Κινήματος και έτσι θεωρήθηκε ότι συνδέει το παρελθόν με το παρόν, ενώ παράλληλα είναι πιο δυνατό και πιο ωραίο»!
4 σχόλια:
Χαριτίνη πολύ ενδιαφέρον post, κάπως έτσι είναι η κατάσταση όντως! Νομίζω πάντως ότι το μόνο Μέσο από το οποίο μπορεί κανείς να ενημερωθεί πλέον για το πολιτικό πρόγραμμα των κομμάτων είναι -τι άλλο;- το Internet..
Και που να ξερες Αλέξανδρε ότι η ιδέα για αυτό το post μου ήρθε μετά από την περιδιάβαση που έκανα στο ανανεωμένο site του Ελεύθερου Τύπου, στο οποίο φυσικά οδηγήθηκα από το δικό σου blog ;-)
Παραφράζοντας τη γνωστή cult διαφήμιση, επισημαίνω ότι με τα post σας «μας κακομαθαίνετε κ. Καρακωστάκη». Βέβαια ο Πόστμαν θα αντιδρούσε στη φράση σου «Στην πραγματικότητα ο «πολιτικός λόγος» δεν υπήρξε ποτέ «αναβαθμισμένος». Πόσο μάλλον όταν σε ένα τέτοιο κείμενο υπάρχει ως συνοδευτική εικόνα το «Διασκεδάζοντας μέχρι θανάτου» - εκεί δηλαδή που επιχειρηματολογεί για την once upon a time ύπαρξη του λογοκεντρικού πολιτισμού. Μέχρι, οπότε, να αποφασίσει ο Πόστμαν να αναρτήσει post στο site σου, ας κρατήσουμε εμείς οι υπόλοιποι ένα δείγμα κριτικής αρθρογραφίας, τέτοια που δεν συναντούμε στον τύπο. Δυστυχώς όμως η κατάσταση έχει ξεφύγει τόσο πολύ που τόσο εύστοχες κριτικές μοιάζουν ορισμένες φορές παραβίασμα ανοιχτών θυρών ;p
Ευάγγελε,
αν ο Πόστμαν ξαναέγραφε σήμερα το εξαιρετικό κατά τα άλλα βιβλίο του, ίσως να διαφωνούσε και ο ίδιος με την αρχική του προσέγγιση. Η εμπειρία του ίντερνετ (με το τσατ και τα μπλογκ) θα μπορούσε να τον είχε κρατήσει μακριά από τον γραμμικό ιστορικό συγκριτισμό που υιοθετεί στο Διασκέδαση μέχρι θανάτου. Σε κάθε περίπτωση παραθέτω τη φωτογραφία του βιβλίου του γιατί η αναφορά σε ένα τέτοιο θέμα είναι αδιανότητη χωρίς αναφορά σε αυτό -ακόμα και στην περίπτωση της διαφωνίας. Και πάλι σ'ευχαριστώ για το σχόλιο σου :)
Δημοσίευση σχολίου